-
1 χρῡσεό-στολμος
χρῡσεό-στολμος, poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
См. также в других словарях:
χρυσεόστολμος — ον, Α (ποιητ. τ.) χρυσεόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + στολμός «στολή, ενδυμασία»] … Dictionary of Greek