-
1 χρυσεοπηνητος
2златотканный(φάρεα Eur.)
τὸ κρήδεμνον χρυσεοπηνήτῳ λαμπόμενον γραφίδι Anth. — головной платок, блистающий золотым шитьем
См. также в других словарях:
χρυσοπήνητος — και χρυσοπήνιτος, ον, ΜΑ υφασμένος με χρυσό νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + πήνητος (< πηνῶμαι < πήνη «νήμα, ύφασμα»)] … Dictionary of Greek