-
1 χρυσεοπήνητος
χρῡσεο-πήνητος, ον,A with woof of gold, gold-inwoven, (lyr.); χ. γραφίς a line or thread of gold inwrought, AP5.275.2 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεοπήνητος
См. также в других словарях:
χρυσοπήνητος — και χρυσοπήνιτος, ον, ΜΑ υφασμένος με χρυσό νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + πήνητος (< πηνῶμαι < πήνη «νήμα, ύφασμα»)] … Dictionary of Greek