-
1 χρῆος
-
2 χρῆος
-
3 χρέος
χρέος, τό [dialect] Ep. [full] χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): [dialect] Att. [full] χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt. 267a, Lg. 958b): gen.A (troch., s. v.l.),χρέους Lys.17.5
codd.,χρέως D.49.18
(and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in [dialect] Ep. forms:—pl., nom. and acc. ,χρέᾱ Ar.Nu.39
, 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen.χρεῶν Ar.Nu.13
, 117, Pl.R. 566a, etc.; [dialect] Ep. ( χρεέων cj. Rzach); [dialect] Ep. dat.χρέεσι Man. 4.135
;χρήεσσι A.R.3.1198
: ([etym.] χράομαι, χρή):I that which one needs must pay, obligation, debt,Ἄρης.. χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353
, cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: esp. of the obligation to restore or pay for 'lified' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'·.. πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt,αὐτὸς ἔτεισε.. χρέος Thgn.205
; ἀρᾶς τίνει χ. pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς debt, i. e. guilt, S.OC 235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χ. dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χ. the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χ. ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χ. διδόναι to give a loan, and χ. λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu. 117, Pl.Plt. 267a; ἔχω χ. ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that 1 owe to any man of Greece, Hdt.3.140;χ. ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2
;τὰ ὑπάρχοντα τῶν χ. ἀνεῖσθαι Id.Sol.15
; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χ., like χάριν θέσθαι (v.τίθημι A. 11.7
fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 ([place name] Ptolemaic);ἔχειν εἴς τι χ. Plu.Caes.48
: pl., debts, Hes.Op. 647, Ar.Nu.13, etc.;χρειῶν λύσις Hes.Op. 404
;χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15
;χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42
; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χ. ἅπαν pay it, Pl.Lg. 958b;τὸ χ. διαλυέτω SIG306.46
(Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 ([voice] Pass.);πρὸς τὰ χ. ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10
, D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.2 metaph., the debt that all must pay, fate, death,οὐκ ἔστι τὸ χ. φυγεῖν Alciphr.1.25
;τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXXWi.15.8
; alsoἂν μή τις θᾶττον ὡς χ. ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax. 367b
; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χ. (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.II in Poets, business, affair, matter,ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409
, cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp. 374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib. 472, cf. S.OT 156 (lyr.);πᾶν ὃ θέλεις.. χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53
: c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χ. your affair, E.Hec. 892.2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC 251 (lyr.);ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or. 150
(lyr);τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr. 1011
(lyr.);τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF 530
, cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.2 elsewh. κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc. 138, A.R.3.189, Arat.343.IV duty, task, charge, office,ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45
, cf. 7.40;οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers. 777
, cf. Th.20;τὸ σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος S.El.74
, cf. E.Or. 1253 (lyr.), IT 883 (lyr.).V τὸ συνδρῶν χ. the circumstance of being an accomplice, E.Andr. 337.VI anything useful or serviceable, Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος ( = χρέους)διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14
, cf. 11, GDI5100.11 ([place name] Malla).2 value, validity, υηδὲν ἐς χρῆος (or χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i. e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31. -
4 κρησφύγετον
Grammatical information: n.Meaning: `place of retreat, resuge' (Hdt., D. H., Luc.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Acc. to Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) from *χρησφύγε-τον, dissimilated with contraction from *χρηεσ-φ., compound wit suffix το- (cf. ἀκμό-θε-τον) from φυγεῖν and χρῆος `guilt', so prop. "flying from guilt"; see Wackernagel l.c. Criticized by Kretschmer KZ 33, 273f.; cf. Brugmann IF 18, 431; Chantr. calls it more ingenious than convincing; he assumes a suffix - ετον. - The connection with κάρᾱ `head' (Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gives no convincing meaning; wrong Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq a. WP. 1, 486). Kapsomenos, Glotta 40 (19662) 43-50 assumes *πρησφ-, with a variant of πρεσ- = προς.Page in Frisk: 2,17Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρησφύγετον
См. также в других словарях:
χρήος — τὸ, Α (επικ. τ.) βλ. χρέος … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek
ζαχρηής — ζαχρηής, ὲς (Α) 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α σύνθ. ζα (=δια ) και β σύνθ. χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον … Dictionary of Greek
κρησφύγετο — το (Α κρησφύγετον) τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ αγρίμια τού λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ. β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α … Dictionary of Greek
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek
χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… … Dictionary of Greek
ĝher-6 (ĝherǝ- : ĝhrē-?) — ĝher 6 (ĝherǝ : ĝhrē ?) English meaning: short, small Deutsche Übersetzung: “kurz, klein, gering” (also “knapp become, fehlen, nötig sein”?) Material: Gk. χείρων (Eol. χέρρων) from *χερι̯ων “bad”, in addition superl. χείριστος… … Proto-Indo-European etymological dictionary