Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρόνων

  • 1 χρονών

    χρονόω
    make temporal: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    χρονόω
    make temporal: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    χρονόω
    make temporal: pres part act masc nom sg
    χρονόω
    make temporal: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > χρονών

  • 2 χρονῶν

    χρονόω
    make temporal: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    χρονόω
    make temporal: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    χρονόω
    make temporal: pres part act masc nom sg
    χρονόω
    make temporal: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > χρονῶν

  • 3 χρόνων

    χρόνος
    time: masc gen pl
    χρονόω
    make temporal: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    χρονόω
    make temporal: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > χρόνων

  • 4 χρόνων

    времен
    времени времён

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρόνων

  • 5 Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο

    Εκατό η αλεπού, εκατό δέκα τ' αλεπόπουλα
    – Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο
    – Το αυγό δεν μπορεί να διδάξει την κότα
    Яйца курицу не учат
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο

  • 6 трёх годовалыйабзтаб[τριοχγκανταβάλυϊ] επ. τριών χρονών

    [τριοχιτκράννυϊ] επ. τρίεδρος

    Русско-греческий новый словарь > трёх годовалыйабзтаб[τριοχγκανταβάλυϊ] επ. τριών χρονών

  • 7 трёх годовалыйабзтаб[τριοχγκανταβάλυϊ] επ τριών χρονών

    [τριοχιτκράννυϊ] επ τρίεδρος

    Русско-эллинский словарь > трёх годовалыйабзтаб[τριοχγκανταβάλυϊ] επ τριών χρονών

  • 8 zamanlı

    χρόνων, χρόνου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zamanlı

  • 9 лета

    лета мн. τα χρόνια (годы)' η ηλικία (возраст)' мне двадцать лет είμαι είκοσι χρονών· мы одних лет είμαστε συνομήλικοι* сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; человек средних лет о μεσήλικας· на старости лет στα γεράματα
    * * *
    мн.
    τα χρόνια ( годы); η ηλικία ( возраст)

    мне два́дцать лет — είμαι είκοσι χρονών

    мы одни́х лет — είμαστε συνομήλικοι

    ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε

    челове́к сре́дних лет — ο μεσήλικας

    на ста́рости лет — στα γεράματα

    Русско-греческий словарь > лета

  • 10 χρόνος

    A time, Hom. (v. infr.), etc.: dist. fr. καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χ. δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17;

    μυρίος χ. Id.I.5(4).28

    , S.OC 618;

    μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Id.Aj. 646

    ;

    ὁ πᾶς χ. Pi.P.1.46

    , cf. A.Eu. 484; πρόπας χ. ib. 898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib. 670; but in Prose,

    τοῦ χ. τὸν πλεῖστον Th.1.30

    , cf. Isoc.9.41;

    τὸν πρῶτον τοῦ χ. X.Lac.1.5

    ;

    τὸν δι' αἰῶνος χ. A.Ag. 554

    ; χρόνου πολλοῦ δέονται take a long time, X. Smp.2.4, etc.;

    δότε τι τῷ χ. Antipho 5.86

    .
    b time in the abstract, ἀμερὴς χ. Timo 76;

    τριμερής S.E.M.10.197

    , cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260.
    2 a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph. 715 (lyr.), Tr. 164; χ. βίου, ἥβης χ., E.Alc. 670, El.20;

    πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες Aeschin.1.49

    : pl., of points or periods of time, τοῖς χ. ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χ. by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χ. altering the dates, D.18.225;

    μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Pl.Lg. 798b

    ;

    τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν IG5(1).728.7

    ([place name] Sparta), cf. 14.1747.3 ([place name] Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R.
    b date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al.
    c year,

    Ἑλληνικά 1.233

    (Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13.
    d equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240.
    3 Special phrases:
    a acc., χρόνον for a while, for a long or short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον for a long time, Od.11.161;

    δηρὸν χ. Il.14.206

    ;

    οὐκ ὀλίγον χ. 19.157

    ;

    τοῦτον τὸν χ. Hdt.1.75

    ; ἐς τὸν αἰὲν χ. for ever, E.Or. 207 (lyr.); οὐ πολὺς χ. ἐξ οὗ .. Pl.R. 452c;

    παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος S.Aj. 600

    (lyr.); ἦν χρόνος ἐν ᾧ .., or ὅτε .., Linusap.D.L.Prooem.4, Critias 25.1 D.;

    ἕνα χ.

    once for all,

    Il.15.511

    .
    b gen., χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt. 4.155; so χ. ἐπιγενομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134;

    πολλοῦ.. οὐχ ἑόρακά πω χρόνου Ar. Pl.98

    ; οὐ μακροῦ χ., τοῦ λοιποῦ χ., S.El. 478 (lyr.), 817;

    βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ. Id.OC 397

    ;

    ποίου χρόνου; A.Ag. 278

    ; πόσου χ.; after how long? Ar.Ach.83.
    c dat.,

    χρόνῳ

    in process of time,

    Xenoph.18

    , Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag. 126, 463, Ch. 650 (all lyr.); also

    χρόνῳ κοτέ Hdt.9.62

    ;

    τῷ χ. ποτέ Ar.Nu. 865

    ; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art.,

    τῷ χ. Ar.Nu.66

    , 1242.
    d ὁ ἄλλος χ., in [dialect] Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χ., of future, v. λοιπός 3; so χ. ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χ. ἱκνούμενον or κατὰ χ. < τὸν> ἱ. at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf.

    ἱκνέομαι 111.2

    ).
    4 with Preps.:— ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al.
    c διὰ χρόνου after a time, after an interval, S.Ph. 758, Ar.Lys. 904, Pl. 1055, Th.2.94;

    διὰ χρόνου πολλοῦ Hdt.3.27

    ;

    διὰ π. χ. Ar.V. 1476

    ;

    διὰ μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d

    : but χρόνος.. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph. 285.
    d ἐκ πολλοῦ τευ χ. a long time since, long ago, Hdt.2.58.
    e ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu. 1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr. 278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib. 228a; ἐν χρόνοισι perh. formerly, [Emp.]Sphaer. 108 (leg. Κάρπιμος).
    f ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.8.104.
    g ἐπὶ χρόνον for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116;

    πολλὸν ἐπὶ χ. Od.12.407

    ;

    χρόνον ἐπὶ μακρόν Hdt.1.81

    ; παυρίδιον or παῦρον ἐπὶ χ., Hes.Op. 133, 326.
    h

    ἐς χρόνον

    hereafter,

    Hdt.3.72

    , 9.89.
    i μετὰ χρόνον after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χ. up to the same time, Th.1.13.
    k

    πρὸ τοῦ καθήκοντος χ. Aeschin.3.126

    ; so

    τοῦ χρόνου πρόσθεν S.Ant. 461

    .
    l σὺν (ξὺν) χρόνῳ, like χρόνῳ or διὰ χρόνου, A.Ag. 1378, Eu. 555 (lyr.).
    m ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χ. about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.).
    V Gramm.,
    1 tense of a verb, D.H.Th.24, A.D.Adv.123.17, D.T.638.3.
    2 time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χ. a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10.
    3 in Rhythmic and Music, time,

    διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων Aristox.Rhyth.p.79

    W., etc.; ὁ πρῶτος [χ.] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in pl.,

    λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας Aristox.Rhyth.p.77

    W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [

    μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ χρόνων Aristid.Quint.1.23

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρόνος

  • 11 χρόνος

    χρόνος, ου, ὁ (Hom.+)
    an indefinite period of time during which some activity or event takes place, time, period of time πολὺς χρόνος a long time (PGiss 4, 11; PStras 41, 39; ApcSed 13:5; Jos., C. Ap. 1, 278 Just., D. 7, 1) Mt 25:19; J 5:6 (πολὺν ἤδη χ. as Jos., Ant. 8, 342; 19, 28). πλείων χρ. a longer time (Diod S 1, 4, 3; Dio Chrys. 78 [29], 15; SIG 421, 38; 548, 11; PPetr II, 9, 2, 3; Jos., Ant. 9, 228) Ac 18:20. ἱκανὸς χρόνος considerable time, a long time (ἱκανός 3b) Lk 8:27; Ac 8:11; 14:3; 27:9; Qua 2. μικρὸς χρ. (Is 54:7) J 7:33; 12:35; Rv 6:11; 20:3; IEph 5:1. ὀλίγος (Aristot., Phys. 218b, 15; SIG 709, 11; PPetr II, 40a, 14; Just., D. 2, 6; Ath. 7, 3) Ac 14:28; 2 Cl 19:3; Hs 7:6; AcPl Ha 9, 26 (restored after Aa I 112, 14). πόσος; Mk 9:21 (ApcMos 31; Just., D. 32, 4). τοσοῦτος (Lucian, Dial. Deor. 1, 1; ParJer 5:18; Jos., Bell. 2, 413) J 14:9 (τοσούτῳ χρόνῳ as Epict. 3, 23, 16); Hb 4:7. ὅσος Mk 2:19; Ro 7:1; 1 Cor 7:39; Gal 4:1; cp. Hs 6, 4, 1 (ὅσος 1b). ὁ πᾶς χρόνος the whole time, all the time (Appian, Bell. Civ. 2, 132 §553; Jos., Ant. 3, 201; Just., D. 4, 5) Ac 20:18; AcPlCor 2:4; cp. Ac 1:21. ἐν παντὶ χρόνῳ at every time D 14:3. χρόνον τινά for a time, for a while (Arrian, Anab. Alex. 6, 6, 5; Synes., Prov. 2, 3 p. 121d) 1 Cor 16:7; Hs 7:2. τῷ χρόνῳ in time (Herodas 4, 33 χρόνῳ) 9, 26, 4. στιγμὴ χρόνου (s. στιγμή) Lk 4:5. τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (πλήρωμα 5) Gal 4:4 (cp. Pind., Fgm. 134 Bowra=147 Schr. foll. by BSnell ἐν χρόνῳ δʼ ἔγεντʼ Ἀπόλλων). Certain special verbs are used w. χρόνος: διαγενέσθαι Ac 27:9 (s. διαγίνομαι), διατρίβειν (q.v.) Ac 14:3, 28, πληρωθῆναι 7:23; 1 Cl 25:2; Hs 6, 5, 2 (πληρόω 2). χρόνον ἐπέχω (q.v. 3) Ac 19:22; ἔχω (q.v. 7b) J 5:6; ποιέω (q.v. 5c) Ac 15:33; 18:23; βιόω (q.v.) 1 Pt 4:2.—Pl. χρόνοι of a rather long period of time composed of several shorter ones (Diod S 1, 5, 1; 5, 9, 4; Ael. Aristid. 46 p. 312 D.; UPZ 42, 45 [162 B.C.]; JosAs 13:12; SibOr 3, 649; AcPlCor 2:10; Just. A I, 13, 3 al.; Tat. 1, 1; Iren. 1, 15, 4 [Harv. I 153, 1]; Hippol. Ref. 9, 10, 11; Did., Gen. 24, 9) χρόνοι αἰώνιοι (αἰώνιος 1) Ro 16:25; 2 Ti 1:9; Tit 1:2. ἀρχαῖοι χρ. Pol 1:2. χρόνοι ἱκανοί (ἱκανός 3b) Lk 8:27 v.l.; 20:9; 23:8. πολλοὶ χρόνοι (πολύς 2aαב Yet χρόνοι could somet. = years: Diod S 4, 13, 3 ἐκ πολλῶν χρόνων=over a period of many years; 33, 5a μετὰ δέ τινας χρόνους=after a few years; Ps.-Callisth. 2, 33 ed. CMüller of the age of a child ἦν χρόνων ὡσεὶ δώδεκα; Mitt-Wilck. I/2, 129, 14 [346 A.D.]; Lex. Vindob. p. 19, 104 ἀφήλικες ἄνδρες μέχρι τῶν κε´ χρόνων; Philip of Side: Anecdota Gr. Oxon. ed. JCramer IV 1837 p. 246 ἑκατὸν ἔτη … καὶ μετὰ ἄλλους ἑκατὸν χρόνους; Cyrill. Scyth. 45, 5; 108, 8 and oft. Frequently in later Byzantine writers, e.g. Constantin. Porphyr. ed. GMoravcsik ’49 p. 332 [index]) Lk 8:29; 1 Cl 42:5; 44:3. (οἱ) χρ. τῆς ἀγνοίας Ac 17:30. ἀποκαταστάσεως πάντων 3:21. οἱ νῦν χρ. 2 Cl 19:4. οἱ πρότεροι χρ. Hs 9, 20, 4. οἱ καθʼ ἡμᾶς χρ. (Proclus In Pla., Tim. 40cd ἐν τοῖς κατʼ αὐτὸν χρόνοις [FBoll, Sternglaube und Sterndeutung ’66, 95]) MPol 16:2. εἰς τοὺς ἡμετέρους χρόνους Qua 2. ἐπʼ ἐσχάτου τῶν χρ. 1 Pt 1:20. χρόνοι w. καιροί (the same juxtaposition: Demosth., Ep. 2, 3; Straton of Lamps. [300 B.C.], Fgm. 10 Wehrli ’50; PLond I, 42, 23 p. 30 [168 B.C.]; PCairMasp 159, 36; 167, 45. Cp. Ael. Aristid. 46 p. 291 and 290 D.; Ath. 22, 4. On the difference betw. the two Demosth., Ep. 5, 6) Ac 1:7; 1 Th 5:1; GMary 463, 1 (s. καιρός, end).—Both sing. and pl. are very oft. governed by prepositions: by ἄχρι (q.v. 1aα); διά w. the gen. (διά A 2), w. the acc. (διά B 2a); ἐκ (MPol 22:3; s. ἐκ 5a); ἐν (Menand., Peric. 546 S. [=296 Kö.] ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ; CPR 13, 2; 23, 23; Jer 38:1) Ac 1:6; IEph 5:1; ἐπί w. dat. (ἐπί 18b) 2 Cl 19:4, w. acc. (ἐπί 18c); κατά w. acc. (κατά B 2); μετά w. acc. (μετά B 2); πρό (πρό 2).
    a point of time consisting of an occasion for some event or activity, time, occasion ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας the time for the fulfillment of the promise Ac 7:17; τῆς παροικίας 1 Pt 1:17; τῆς πίστεως B 4:9; D 16:2; τῆς ἀπάτης καὶ τρυφῆς Hs 6, 5, 1; cp. 6, 4, 4. ὁ χρ. τοῦ φαινομένου ἀστέρος the time when the star appeared Mt 2:7. ἐπλήσθη ὁ χρ. τοῦ τεκεῖν αὐτήν Lk 1:57 (πίμπλημι 1bβ.—Ps.-Callisth. 1, 12 τελεσθέντος τοῦ χρόνου τοῦ τεκεῖν). Cp. also Mt 2:16; Lk 18:4; Ac 1:6; 13:18, Hb 5:12; 11:32; 1 Pt 4:3; Jd 18; Dg 9:1, 6; Hs 5, 5, 3.
    a period during which someth. is delayed, respite, delay (Aeschyl., Pers. 692; Menand., Dyscolus 186; Diod S 10, 4, 3; Lucian, Syr. D. 20; Vi. Aesopi I c. 21 p. 278, 3 χρόνον ᾔτησε; Wsd 12:20; Jos., Bell. 4, 188 ἂν ἡμεῖς χρόνον δῶμεν, Vi. 370) ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ Rv 2:21 (Diod S 17, 9, 2 διδοὺς μετανοίας χρόνον). χρόνος οὐκέτι ἔσται there should be no more delay 10:6 (cp. 9:20; Goodsp., Probs. 200f).—For the history of the word s. KDietecrich, RhM n.s. 59, 1904, 233ff.—GDelling, D. Zeitverständnis des NTs ’40; OCullmann, Christus u. d. Zeit ’46, Engl. transl. Christ and Time, FFilson ’50, 3d ed. ’64, esp. 49f; 51–55; JWilch, Time and Event (OT) ’69.—B. 954. Schmidt, Syn. II 54–72. DELG. M-M. DNP II 1174f. ENDT. TW. Sv. Cp. αἰών.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > χρόνος

  • 12 ἱκανός

    ἱκανός, ή, όν (s. three next entries; Trag., Hdt.+; ins, pap, LXX; PsSol 5:17; TestNapht 2:4; JosAs 28:11; ParJer 6:6 [שַׁדַּי]; ApcSed 2:3; EpArist, Philo, Joseph., Just.; Tat. 36, 2 ἱκανώτατος; loanw. in rabb.).
    sufficient in degree, sufficient, adequate, large enough ἱκανόν ἐστιν it is enough (Epict. 1, 2, 36; 3 Km 16:31; the copula is oft. omitted: Gen 30:15; Ezk 34:18; Just., D. 13, 1) Lk 22:38 (WWestern, ET 52, ’40/41, 357 ‘large’ or ‘long enough’). εἴ τινι μὴ δοκοίη κἂν ταῦτα ἱκανά if this should seem insufficient to anyone Dg 2:10. Latinism (B-D-F §5, 3b; Mlt. 20f) τὸ ἱκανὸν ποιεῖν τινι satisfacere alicui= satisfy (Polyb. 32, 3, 13; Appian, Lib. 74; BGU 1141, 13 [14 B.C.] ἐάν σοι Ἔρως τὸ ἱκανὸν ποιήσῃ γράψον μοι; POxy 293, 10; PGiss 40 I, 5); also possible is do someone a favor (so plainly Diog. L. 4, 50 = grant your request) Mk 15:15 (cp. χαρίζομαι PFlor I, 61, 61 [85 A.D.]=Mitt-Wilck. II/2, 80 II, 61, of one ‘worthy to be flogged’ ἄξιος … μαστιγωθῆναι ln. 59f); Hs 6, 5, 5; τὸ ἱ. pledge, security, bond (POxy 294, 23 [22 A.D.]; BGU 530, 38; PStras 41, 51) λαμβάνειν τὸ ἱ. satis accipere= take bail (OGI 484, 50; 629, 101 [both II A.D.]) Ac 17:9.
    pert. to meeting a standard, fit, appropriate, competent, qualified, able, w. the connotation worthy, good enough (Thu.; Diod S 13, 106, 10; POxy 1672, 15; Ex 4:10) πρός τι for someth. (Pla., Prot. 322b; 2 Macc 10:19; EpArist 211) 2 Cor 2:16 (FFallon, HTR 76, ’83, 369–74, ‘divine man’ motif). W. inf. foll. (Hdt. 8, 36; Jos., Ant. 1, 29; 5, 51; Just., D. 8, 2; B-D-F §393, 4; Rob. 658) Mt 3:11; Mk 1:7; Lk 3:16; 1 Cor 15:9; 2 Cor 3:5 (Dodd 15f); 2 Ti 2:2 (Jos., Ant. 3, 49 εἰπεῖν ἱ.); 1 Cl 50:2. Also w. ἵνα foll. (B-D-F §393, 4; Rob. 658; cp. PHolm 4, 23) Mt 8:8; Lk 7:6; J 1:27 v.l.—S. ITr 3:3 cj. Lghtf.
    pert. to being large in extent or degree, considerable
    of pers. ὄχλος a large crowd Mk 10:46; Lk 7:12; Ac 11:24, 26; 19:26 (SIG 569, 14 πλῆθος ἱ.; PPetr II, 20; II, 7; PLille 3, 76 [III B.C.]; Jos., Ant. 5, 250). λαὸν ἱ. large following 5:37 v.l.
    of things κλαυθμός weeping aloud Ac 20:37 (= there was quite a bit of crying). φῶς a very bright light Ac 22:6.—ἱκανὸν ἡ. ἐπιτιμία the punishment is severe enough 2 Cor 2:6 (on the lack of agreement in gender s. B-D-F §131; Rob. 411).—ἀργύρια a rather large sum of (lit. ‘enough’, i.e. ‘substantial bribe’ REB) money Mt 28:12 (cp. SIG 1106, 74; 77).—Esp. of time ἐξ ἱκανοῦ for a long time Lk 23:8 v.l. ἐφʼ ἱκανόν enough, as long as one wishes; for a long time (Polyb. 11, 25, 1; Diod S 11, 40, 3; 13, 100, 1; SIG 685, 34; 2 Macc 7:5; 8:25; EpArist 109) Ac 20:11. ἱ. χρόνος a considerable time (Aristoph.; Pla., Leg. 5 p. 736c; SIG 665, 12; UPZ 161, 29 [119 B.C.] ἐφʼ ἱ. χρόνον; Jos., Ant. 7, 22, C. Ap. 1, 237) ἱ. χρόνον διέτριψαν Ac 14:3 (Just., D. 2, 3). ἱ. χρόνου διαγενομένου 27:9. ἱκανῷ χρόνῳ for a long time Lk 8:27; Ac 8:11 (on the dat. s. B-D-F §201; Rob. 527). Pl. Lk 20:9 (B-D-F §201; Rob. 470). ἐξ ἱ. χρόνων for a long time 23:8; ἐκ χρόνων ἱ. Mt 8:27 v.l.; for this ἀπὸ χρόνων ἱ. Lk 8:27 D. ἐπὶ ἱ. χρόνον Qua.
    in relatively large numbers, many, quite a few
    of pers. abs. ἱκανοί many, quite a few (Mitt-Wilck. I/2, 11 B Fr. (a), 10 [123 B.C.]; PTebt 41, 13 ἱκανῶν ἡμῶν; 1 Macc 13:49; Jos., Ant. 14, 231) Ac 12:12; 14:21; 19:19; 1 Cor 11:30 (quite a few, contrast πολλοί as Ac 19:18f); cp. μαθηταί Lk 7:11 v.l.
    of things λαμπάδες a good many lamps Ac 20:8. ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν Lk 8:32. ἐν λόγοις ἱ. w. many words = at length Lk 23:9. Superl. κεράμια ἱκανώτατα a large number of jars Hm 12, 5, 3 (SIG 736, 108 ξύλα ἱ.).
    of periods of time ἀπὸ ἱ. ἐτῶν for many years Ro 15:23 v.l. (cp. 2 Macc 1:20). ἡμέραι ἱ. (UPZ 162 II, 15 [117 B.C.] ἐφʼ ἱκανὰς ἡμέρας) Ac 9:23; ἡμέρας ἱ. for many days 9:43; 18:18. Also ἐν ἱ. ἡμέραις 27:7.—B. 927. DELG s.v. ἵκω. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἱκανός

  • 13 возраст

    возраст η ηλικία в \возрасте от... до... (σε) ηλικία από...ως...· в \возрасте двадцати лет (σε ηλικία) είκοσι χρονών
    * * *
    м
    η ηλικία

    в во́зрасте от... до... — (σε) ηλικία από... ως…

    в во́зрасте двадцати́ лет — (σε ηλικία) είκοσι χρονών

    Русско-греческий словарь > возраст

  • 14 сколько

    сколько πόσο; \сколько (сейчас) времени? τι ώρα είναι; \сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; стоит? πόσο κοστίζει;
    * * *

    ско́лько (сейча́с) вре́мени? — τι ώρα είναι

    ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε

    ско́лько сто́ит? — πόσο κοστίζει

    Русско-греческий словарь > сколько

  • 15 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 16 двухгодовалый

    двухгод||ова́лый
    прил δίχρονος, δυό χρονών:
    \двухгодовалыйовалый ребенок παιδάκι δυό χρονών.

    Русско-новогреческий словарь > двухгодовалый

  • 17 лета

    лета
    мн. (ед. год м) τά χρόνια, ἡ ἡλικία:
    сколько вам лет? πόσων χρονών είστε;· мие двадцать лет εἶμαι είκοσι χρονών в \летаχ ἡλικιωμένος1 средних лет μεσόκοπος, μεσήλιξ· на старости лет στά γεράματα· с детских лет ἀπ' τήν παιδική ἡλικία· ◊ сколько лет, сколько зим! σάν τά χιόνια!, ἔχω χρόνια καί ζαμάνια νά σέ Ιδώ!

    Русско-новогреческий словарь > лета

  • 18 отроду

    отроду
    нареч разг
    1. (о возрасте):
    ребенок лет пяти́ \отроду παιδάκι πέντε χρονών· ему́.десять лет \отроду εἶναι δέκα χρονών·
    2. с отриц. (никогда, ни разу за всю жизнь) ποτέ στή ζωή μου.

    Русско-новогреческий словарь > отроду

  • 19 трехгодовалый

    трехгод||овалый
    прил τριετής, τριών χρονών:
    \трехгодовалыйовалый ребенок τό παιδάκι τριών χρονών.

    Русско-новогреческий словарь > трехгодовалый

  • 20 είμαι

    1.
    1) быть, существовать; иметься; ποιός ξέρει, αν θα είμαστε τού χρόνου кто знает, доживём ли мы до следующего года; είναι φόβος να πεθάνει есть опасение, что он умрёт; δεν είναι τρόπος να πεισθεί его невозможно убедить; 2) быть, находиться; είναι εδώ он здесь; ήσουν μακρυά; ты был далеко?; είμασταν περίπατο мы гуляли; ήταν στα ξένα он был за границей; είναι με τίς παντούφλεο он в домашних туфлях;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне, я с тобой;

    3) быть, происходить; случаться;
    τί είναι εδώ; что здесь происходит?; τί ήτανε; что случилось?, что произошло?; 4) быть (в каком-л. состоянии, настроении и т. п.); πώς είσαστε; как вы поживаете?, как вы себя чувствуете?;

    είμαι καλά — я чувствую себя хорошо;

    είναι θυμωμένος он сердит;

    είμαι στο κέφι — быть в настроении;

    5) участвовать, принимать участие;
    ήταν κΓ αυτός στο αντάρτικο он тоже участвовал в партизанском движении; 6) быть включённым (в список и т. п.);

    δεν είμαι στον κατάλογο των προσκεκλημένων — я не включён в список приглашённых;

    7) (με γεν.) а) принадлежать;
    τίνος είσαι συ; ты чей?; τίνος είναι η βάρκα; чья это лодка?; τό σπίτι είναι τού πατέρα μου это дом моего отца; είναι κι' αυτός της παρέας он тоже из этой компании; б) (о возрасте): πόσων χρονών (или ετών) είσαι; сколько тебе лет?;

    είμαι εικοσιτριών χρονών — мне двадцать три года;

    8):

    είμαι από — происходить, вести свой род;

    είμαι από φτωχή οικογένεια — я из бедной семьи;

    από πού είσαι; ты откуда?;

    είμαι από τη Μόσχα — я из Москвы;

    9):

    είμαι γιά... — а) собираться (куда-л. и т. п.);

    είμαι γιά Θεσσαλονίκη — я собираюсь в Салоники, мне надо ехать в Салоники;

    είμαστε γιά φευγάλα мы думаем бежать, нам надо бежать;
    б) быть достойным (чего-л.); είσαι γιά φίλημα ты достоин поцелуя; είναι γιά γέλια он смешон; 2. (в качестве вспомогат. гл.) 1) знач связки) быть; являться;

    εγώ είμαι 5 — то я;

    είμαι νέος — я молод;

    είμαστε έτοιμοι мы готовы;
    είμαστε καμμιά εικοσαριά нас около двадцати человек; ποιός είσαι; кто ты?; τί είναι αυτός; кто он такой?; τί ώρα είναι; который час?; τί καιρός είναι; какая погода?; είναι ζέστη тепло; είναι ψύχρα холодновато; είναι δροσιά прохладно; είναι κρύο холодно; είναι χειμώνας зима; είναι πολύ πρωΐ ещё раннее утро; είναι κοσμοπλημμύρα очень много народа, огромное скопление народа; 2) (употр, для образования сложных форм страд, залога):

    θα είμαι πεσμένος στο κρεββάτι — я лягу спать;

    3. (с зависимым наклонением означает):
    1) собираться, намереваться;

    είμαι να πάω εξοχή — я собираюсь поехать за город;

    2) предполагаться;
    ήταν να γίνει η παράσταση, μα ανεβλήθη должно было состояться представление, но было отложено; 3) суждено; ήταν να σπάσει к' έσπασε ему суждено было разбиться, и он разбился; 4) можно..., следует...; είναι να τα λες αυτά; разве можно такие вещи говорить?; είναι να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! это такой ужас!; είναι να τρελλαθεί κανείς! от этого можно с ума сойтиI, от этого голова кругом идёт!; 5) настало, наступило время; καιρός είναι να σταματήσει пора остановиться, перестать; είναι ώρα να φεύγουμε время уезжать (уходить);

    § είμαι της γνώμης ότι... — я думаю, моё мнение таково, что...; — я полагаю, что...;

    είμαι σε θέση να... — я в состоянии, я могу;

    είμαι σε διάθεση σας — я к вашим услугам;

    είσαι με τα καλά (или στα καλά) σου; ты в своём уме?;
    δεν είσαι με τα καλά σου ты с ума сошёл, ты не в своём уме; άς είναι пусть будет так; όπως και (или κι') άν είναι как бы то ни было; τό φόρεμα αυτό δεν είναι πλέον (или πιά) της μόδας эта одежда уже не в моде; είναι τρία χρόνια πού... три года прошло с тех пор, как...; είναι πολύς καιρός πού δεν μιλήσαμε давно мы с вами не беседовали; είναι στο χέρι μου это в моих руках, это зависит от меня; είμαστε γιά να 'μαστέ вот мы какие молодцы!; καί πού 'σαι ακόμα! и это ещё не всё!; и что ещё будет!; όπου (καί) να 'ναι скоро, в скором времени; вот-вот; να 'ταν (καί) να... если бы...; τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ калина себя хвалила; αυτός είναι πού είναι он таков, каков он есть; έ, αυτός είναι κι' αν είναι ψεύτης большего лгуна и не сыщешь!; πες μου με ποιόν πας, να σού πώ ποιός είσαι скажи мне, кто твои друзья, и я скажу тебе, кто ты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > είμαι

См. также в других словарях:

  • χρονῶν — χρονόω make temporal pres part act masc voc sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres part act masc nom sg χρονόω make temporal pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόνων — χρόνος time masc gen pl χρονόω make temporal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»