-
41 ὁμό-χρονος
ὁμό-χρονος, gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.
-
42 ὁμοιό-χρονος
ὁμοιό-χρονος, von ähnlicher, gleicher Zeit, bes. in der Metrik, von ähnlicher Zeitlänge, D. Hal. u. Gramm.
-
43 ἄ-χρονος
-
44 ἐπί-χρονος
ἐπί-χρονος, dasselbe; alt geworden, veraltet, Hesych.
-
45 ἐννεά-χρονος
ἐννεά-χρονος, Erkl. von ἐννέωρος.
-
46 ὑπέρ-χρονος
ὑπέρ-χρονος, über die Zeit erhaben, ewig, Sp.
-
47 ἑτερό-χρονος
ἑτερό-χρονος, von verschiedener Zeit, Rhett.
-
48 ἔγ-χρονος
-
49 ἰσό-χρονος
ἰσό-χρονος, gleich an Zeit, gleich alt, Theophr. u. Sp. – Auch adv., Sezt. Emp. adv. math. 6, 83.
-
50 λειτουργικός χρόνος
λειτουργικός χρόνος οлитургическое время. Отличительная черта литургического времени в Православной Церкви – это отсутствие прошедшего и будущего времени. Литургическое время Православия всегда настоящее. Оно связывает все события, праздники с реальной жизнью верующих. Поэтому в Церкви всегда «днесь» (сегодня) и «ныне» (сейчас)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λειτουργικός χρόνος
-
51 Ο χρόνος απάσης εστίν οργής φάρμακον
– Ο καιρός είναι γιατρός• Время лучший лекарь• Время лечитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χρόνος απάσης εστίν οργής φάρμακον
-
52 Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες
• Всё в своё времяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες
-
53 Όσα φέρνει η ώρα, δεν φέρνει ο χρόνος
• Год тих, а час лихИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όσα φέρνει η ώρα, δεν φέρνει ο χρόνος
-
54 Ανάποδος χρόνος δεκατρείς μήνες
• Тяжелый год дольше тянетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανάποδος χρόνος δεκατρείς μήνες
-
55 ελεύθερος χρόνος
el temps lliure, el lleure -
56 χρόνω
χρόνοςtime: masc nom /voc /acc dualχρόνοςtime: masc gen sg (doric aeolic)χρονόωmake temporal: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)χρονόωmake temporal: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————χρόνοςtime: masc dat sg -
57 χρόνε
χρόνοςtime: masc voc sg -
58 χρόνοι
χρόνοςtime: masc nom /voc pl -
59 χρόνοιν
χρόνοςtime: masc gen /dat dual -
60 χρόνοιο
χρόνοςtime: masc gen sg (epic)
См. также в других словарях:
χρόνος — time masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
χρόνος — ο πληθ. χρόνοι και χρόνια 1. η διάρκεια ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης. 2. η χρονική απόσταση μεταξύ δύο γεγονότων. 3. στον πληθ., χρόνοι χρονική περίοδος, εποχή: Στους αρχαίους χρόνους πολεμούσαν με τα κοντάρια και τα σπαθιά. 4. φρ., «οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ημιζωής, χρόνος — Ο χρόνος κατά τον οποίο ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται ελαττώνεται στο μισό. Η ραδιενέργεια ενός δείγματος που περιέχει αρκετούς πυρήνες έχει, επομένως, απεριόριστη διάρκεια από θεωρητική άποψη, αλλά ελαττώνεται πολύ γρήγορα με τον αριθμό… … Dictionary of Greek
Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… … Dictionary of Greek
αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… … Dictionary of Greek
χρόνω — χρόνος time masc nom/voc/acc dual χρόνος time masc gen sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хрон — (Χρόνος) абсолютное время в орфической космогонии: одно из мировых начал, упоминаемое древнейшим греческим теологом Ферекидом Сирским (около 600 г. до Р. Хр.), наряду с Зевсом (принцип жизни) и Хтонией (земное начало). Из семени X., по Ферекиду,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χρόνε — χρόνος time masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)