-
41 χρῡσ-άργυρον
χρῡσ-άργυρον, τό, die Gewerbesteuer, Zosim.
-
42 χρῡσ-άρματος
-
43 χρῡσ-άττικος
χρῡσ-άττικος, ὁ, οἶνος, ein künstlicher Wein, Alex. Trall.
-
44 χρῡσ-άωρ
-
45 χρῡσ-άμπυξ
χρῡσ-άμπυξ, υκος, mit goldenem Kopfschmucke, Stirnbande; in der Il. 5, 358. 720. 8, 382 Beiwort der Pferde; aber von schöngeschmückten Göttinnen Hom. h. 5, 5. 12; Hes. Th. 916; Λάχεσις Pind. Ol. 7, 64; Μοῖσαι P. 3, 89, u. öfter; auch χαλινός, Ol. 13, 63.
-
46 χρῡσ-άκτῑν
χρῡσ-άκτῑν, ῑνος, mit goldenen Strahlen; ἥλιος poet. bei Arcad. 10; E. M. 333, 27.
-
47 χρῡσ-άνθεμον
χρῡσ-άνθεμον, τό, Goldblume, eine Pflanze mit goldgelber Blüthe, wie calendula officinalis, auch χρυσανϑές, wahrscheinlich = χάλκανϑος, χαλκῖτις, χάλκη, und durch Buchstabenumstellung κάλχη, das lat. caltha.
-
48 χρῡσ-άνθιμον
χρῡσ-άνθιμον, τό, = χρυσάνϑεμον, Hesych.
-
49 χρῡσ-άορος
χρῡσ-άορος, wie χρυσάωρ, mit goldenem Schwerte, poet. Beiwort bes. der Götter, gew. des Apollo, Il. 5, 509. 15, 256 h. Apoll. 123 H. h. 27, 3 Pind. P. 5, 97; aber auch der Demeter, H. h. Cer. 4; der Artemis, Orak. bei Her. 8, 77; des Zeus, Strab. XIV, 660; des Orpheus, Pind. frg. 178. – Andere erkl. auch, da ἄορ, wie ὅπλον, jedes Geräth bedeuten könne, bei den verschiedenen Gottheiten auf verschiedene Weisen, bei Apoll mit goldenem Bogen oder goldener Kithara, bei der Demeter mit goldener Sichel, bei der Artemis mit goldenen Pfeilen, bei Zeus endlich vom Blitz, vgl. Heyne Apolld. 3, 10, 8 und Böckh explic. Pind. P. 5, 82 ff. p. 293. Für Homer u. die ältesten Dichter ist aber diese Erkl. sehr unwahrscheinlich, da ἄορ bei diesen nur das Schwert bedeutet; daß ein kriegerisches Volk auch die Göttinnen mit einem Schwerte schmückte, darf nicht auffallen, vgl. Voß zu H. h. Cer. 4. – [Α ist Orph. Lith. 545 kurz gebraucht, wo aber die Lesart schwankt und Herm. das Wort ganz tilgt.]
-
50 χρῡσ-έρως
-
51 χρῡσ-έμ-βαφος
χρῡσ-έμ-βαφος, in geschmolzenes Gold getaucht, dah. vergoldet, Suid.
-
52 χρῡσ-έν-δετος
χρῡσ-έν-δετος, in Gold gefaßt, σπάϑη Philem. bei Poll. 10, 145.
-
53 χρῡσ-έμ-βολος
χρῡσ-έμ-βολος, mit goldenem Schiffsschnabel, Appian. praef. 10.
-
54 χρῡσ-ώπης
-
55 χρῡσ-ήρης
χρῡσ-ήρης, ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet, Eur. πόλος, οἶκος, Ion 159. 1159, ναῶν ϑριγκοί I. T. 129.
-
56 χρῡσ-ήνιος
χρῡσ-ήνιος, mit goldenen Zügeln, Beiwort des Ares, Od. 8, 285, der Artemis, Il. 6, 205, der Aphrodite, Soph. O. C. 619.
-
57 χρῡσ-ήλατος
χρῡσ-ήλατος, aus Gold getrieben, gearbeitet; ὄφεις Eur. Ion 25, wie Aesch. Eum. 173 Spt. 626; περονίς Soph. Tr. 920 O. R. 1268; πλόκος Eur. Med. 786; πόρπαι Phoen. 62, u. öfter; Ar. Plut. 9.
-
58 χρῡσ-ήλεκτρον
χρῡσ-ήλεκτρον, τό, Goldelektron, Goldbernstein (?), Plin. H. N. 37, 4.
-
59 χρῡσ-ώνητος
χρῡσ-ώνητος, für, mit Gold erkauft, Sp.; von Sklaven bei den Kretern, Ath. 263 e.
-
60 χρῡσ-ᾱορεύς
χρῡσ-ᾱορεύς, ὁ, = Folgdm, Strab. XIV, 660.
См. также в других словарях:
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
Χρύσ' — Χρύσαι , Χρύση fem nom/voc pl Χρύσᾱͅ , Χρύση fem dat sg (doric aeolic) Χρύσα , Χρύσης masc voc sg Χρύσα , Χρύσης masc nom sg (epic) Χρύσαι , Χρύσης masc nom/voc pl Χρύσᾱͅ , Χρύσης masc dat sg (doric aeolic) Χρύσι , Χρύσις masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσ' — χρῡσί , χρυσίς a vessel of gold fem voc sg χρῡσέ , χρυσός gold masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… … Dictionary of Greek
προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… … Dictionary of Greek
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek