-
1 Χρύσ'
Χρύσαι, Χρύσηfem nom /voc plΧρύσᾱͅ, Χρύσηfem dat sg (doric aeolic)Χρύσα, Χρύσηςmasc voc sgΧρύσα, Χρύσηςmasc nom sg (epic)Χρύσαι, Χρύσηςmasc nom /voc plΧρύσᾱͅ, Χρύσηςmasc dat sg (doric aeolic)Χρύσι, Χρύσιςmasc voc sg -
2 χρύσ'
χρῡσί, χρυσίςa vessel of gold: fem voc sgχρῡσέ, χρυσόςgold: masc voc sg -
3 χρυσάετος
A golden eagle, Ael.NA2.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάετος
-
4 χρύσαιγις
A with golden aegis, epith. of Athena, B.Fr.11, cf. IG12(5).611 ([place name] Ceos). (Oxyt. in codd., but proparox. acc. to the rule given in EM518.54.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρύσαιγις
-
5 χρυσαΐζω
A adorn with gold, Hsch. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσαΐζω
-
6 χρυσαϊκόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσαϊκόν
-
7 χρυσάκτιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάκτιν
-
8 χρύσαμμος
A golden sand, Olymp.Alch.p.98 B.; = balluca, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρύσαμμος
-
9 χρυσαμοιβός
χρυσ-ᾰμοιβός, ὁ, expld. by Hsch. asA = ἀργυρογνώμων: metaph., ὁ χ. Ἄρης σωμάτων he who traffics in men's bodies, or who ransoms the dead by gold, A.Ag. 437 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσαμοιβός
-
10 χρυσάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάμπυξ
-
11 χρυσανθεμίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσανθεμίς
-
12 χρυσάνθεμον
χρυσ-άνθεμον, τό,A = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57 (also [full] χρυσάνθεμος, ἡ, Cyran.44, Gloss.).2 = βατράχιον I, garden ranunculus, Ranunculus asiaticus, Gp.2.6.30.3 = χρυσοκόμη, Ps.-Dsc.4.55.4 = χάλκας, ib.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάνθεμον
-
13 χρυσανθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσανθής
-
14 χρυσάνθινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάνθινα
-
15 χρυσάνθρωπος
χρυσ-άνθρωπος, ὁ,A 'goldman', symbol in Alchemy, Zos.Alch.p.207B.; cf. μολυβδάνθρωπος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάνθρωπος
-
16 χρυσανταυγής
χρῡσ-ανταυγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσανταυγής
-
17 χρυσάντινος
A gold-coloured,γαυνάκης Stud.Pal.20.67.12
(ii/iii A. D.): Lat. crissantinum, = phlomi flores, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάντινος
-
18 χρυσαργύριον
A pecunia auri, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσαργύριον
-
19 χρυσάργυρος
χρῡσ-άργῠρος, ὁ,A alloy of gold and silver, Maria ap.Zos.Alch.p.169B.2 tribute of gold and silver, Zos.2.38, PLips.64.30 (iv. A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάργυρος
-
20 χρυσάρματος
χρῡσ-άρμᾰτος, ον,II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάρματος
См. также в других словарях:
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
Χρύσ' — Χρύσαι , Χρύση fem nom/voc pl Χρύσᾱͅ , Χρύση fem dat sg (doric aeolic) Χρύσα , Χρύσης masc voc sg Χρύσα , Χρύσης masc nom sg (epic) Χρύσαι , Χρύσης masc nom/voc pl Χρύσᾱͅ , Χρύσης masc dat sg (doric aeolic) Χρύσι , Χρύσις masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσ' — χρῡσί , χρυσίς a vessel of gold fem voc sg χρῡσέ , χρυσός gold masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… … Dictionary of Greek
προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… … Dictionary of Greek
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek