-
1 χρῡσ-έν-δετος
χρῡσ-έν-δετος, in Gold gefaßt, σπάϑη Philem. bei Poll. 10, 145.
-
2 χρῡσένδετος
См. также в других словарях:
χρυσόδετος — η, ο / χρυσόδετος, ον, ΝΜΑ 1. δεμένος με χρυσό 2. στολισμένος με χρυσό νεοελλ. (ειδικά) 1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια 2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).… … Dictionary of Greek