-
1 χρυσονομος
-
2 χρυσόνομος
χρῡσό-νομος, ον,II parox. -νόμος, ὁ, distributor of gold,χ. τῶν λαμπαδιστῶν SIG1068.11
(Patmos, iii/ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόνομος
-
3 χρῡσόνομος
χρῡσό-νομος, im Golde weidend, schwelgend, daher sehr reich -
4 χρυσονόμου
χρυσόνομοςfeeding in gold: masc /fem /neut gen sg -
5 χρῡσό-γονος
χρῡσό-γονος, vom Golde geboren, erzeugt, vom Golde stammend, aus Gold entstanden; γενεὰ χρ. heißen die Perser bei Aesch. Pers. 79 (v. l. χρυσόνομος), weil sie von Perseus stammen sollten, den Danae von Zeus in der Gestalt eines goldenen Regens empfangen hatte.
См. также в других словарях:
χρυσονόμος — ον, Α αυτός που μοιράζει χρυσό, που εκτελεί πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + νόμος*] … Dictionary of Greek
χρυσόνομος — ον, Α πολύ πλούσιος («χρυσονόμου γενεᾱς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + νομος*, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. τού χρυσόγονος] … Dictionary of Greek
χρυσονόμου — χρυσόνομος feeding in gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek