Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρυσόνομος

См. также в других словарях:

  • χρυσονόμος — ον, Α αυτός που μοιράζει χρυσό, που εκτελεί πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόνομος — ον, Α πολύ πλούσιος («χρυσονόμου γενεᾱς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + νομος*, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. τού χρυσόγονος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσονόμου — χρυσόνομος feeding in gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»