Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρυσοειδής

См. также в других словарях:

  • χρυσοειδής — χρῡσοειδής , χρυσοειδής like gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοειδής — ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α όμοιος με χρυσό αρχ. το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοειδῆ — χρῡσοειδῆ , χρυσοειδής like gold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρῡσοειδῆ , χρυσοειδής like gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρῡσοειδῆ , χρυσοειδής like gold masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοειδεῖ — χρῡσοειδεῖ , χρυσοειδής like gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χρῡσοειδεῖ , χρυσοειδής like gold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοειδεῖς — χρῡσοειδεῖς , χρυσοειδής like gold masc/fem acc pl χρῡσοειδεῖς , χρυσοειδής like gold masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοειδές — χρῡσοειδές , χρυσοειδής like gold masc/fem voc sg χρῡσοειδές , χρυσοειδής like gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BERNICE — Βερνίκη, Graecis recentioribus electrum est; unde nomine factô iuniperi gummi Vernicem hodie appellant Galli: nam et candidum est electrum et cereum et fulvum. Utuntur autem eô gummi pictores ad illuminandos colores. Bernice vero ex Beronice,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσειδής — ές, Α βλ. χρυσοειδής …   Dictionary of Greek

  • χρυσοϊδίνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysoidine < chrysoid (< χρυσοειδής) + κατάλ. ine (πρβλ. ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Α. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • ՈՍԿԵԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0518 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 14c ա. χρυσοειδής auri speciem vel colorem referens. Ունօղ զգոյն կամ զտեսիլ ոսկւոյ. ոսկետեսակ. *Կահ պղնձոյ սուրբ եւ մաքուր ոսկեգոյն. ՟Ա. Եզր. ՟Ը. 58: *Խնձորենիք էին ոսկեգոյնք: Եւ իբրեւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»