-
1 χρυσεοστολος
-
2 χρυσεόστολος
χρῡσεό-στολος, ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεόστολος
-
3 χρῡσεόστολος
-
4 χρυσεόστολον
χρῡσεόστολον, χρυσεόστολμοςdecked with gold: masc /fem acc sgχρῡσεόστολον, χρυσεόστολμοςdecked with gold: neut nom /voc /acc sgχρυσεόστολοςmasc /fem acc sgχρυσεόστολοςneut nom /voc /acc sg -
5 χρῡσεό-στολμος
χρῡσεό-στολμος, poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
См. также в других словарях:
χρυσεόστολος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσόστολος … Dictionary of Greek
χρυσεόστολον — χρῡσεόστολον , χρυσεόστολμος decked with gold masc/fem acc sg χρῡσεόστολον , χρυσεόστολμος decked with gold neut nom/voc/acc sg χρυσεόστολος masc/fem acc sg χρυσεόστολος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσεόστολμος — ον, Α (ποιητ. τ.) χρυσεόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + στολμός «στολή, ενδυμασία»] … Dictionary of Greek
χρυσόστολος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσεόστολος Α μσν. αυτός που φορεί χρυσή στολή αρχ. (για ένδυμα) χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + στολος (< στολή), πρβλ. λευκό στολος] … Dictionary of Greek