-
1 χρῡσεό-στολος
χρῡσεό-στολος, goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.
-
2 χρυσεόστολος
χρῡσεό-στολος, ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεόστολος
-
3 χρῡσεόστολος
-
4 χρυσεοστολος
См. также в других словарях:
χρυσόστολος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσεόστολος Α μσν. αυτός που φορεί χρυσή στολή αρχ. (για ένδυμα) χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + στολος (< στολή), πρβλ. λευκό στολος] … Dictionary of Greek