-
1 προς-απο-τίθημι
προς-απο-τίθημι (s. τίϑημι), dabei niederlegen u. aufbewahren, τὸ πνεῠμα προςαπέϑηκε τῷ χρυσίῳ, Pol. 13, 2, 5; dazu dei sich legen od. ablegen, Sp.
-
2 συν-ανα-πλέκω
συν-ανα-πλέκω, mit, zugleich daran oder dareinflechten, κόμαι συναναπεπλεγμέναι τῷ χρυσίῳ Luc. gall. 13.
-
3 κατα-κλύζω
κατα-κλύζω, überfluthen, überschwemmen; Pind. χϑόνα Ol. 9, 54; ὅπα κῦμα κατακλύσσει ῥέον 11, 10; Thuc. 3, 89; ὅταν οἱ ϑεοὶ τὴν γῆν ὕδασι καϑαίροντες κατακλύζωσιν Plat. Tim. 22 d; ὑπ' ὄμβρων κατακλυζόμενοι Isocr. 11, 12; Sp. – Uebertr., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν κατακλυσϑῆναι τὴν πόλιν Aesch. Spt. 1070; vgl. Eur. Or. 342; τὴν Φρυγῶν πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν Troad. 995; εἰ μὴ γὰρ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα, ἅπαντα κατακλύσει ποιήμασιν Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 523; κατακλυσϑεῖσαν ὑπὸ ψόγου ἢ ἐπαίνου Plat. Rep. VI, 492 c; Sp., wie χρυσίῳ κατακεκλυσμένος, bestochen, Plut. Dem. 14.
-
4 διᾱκονέω
διᾱκονέω, ion. διηκονέω; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήϑησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; dienen, bedienen, aufwarten; οὐδὲν διαφερόντως τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηϑῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; μέϑυ ἐμοί 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. διᾱκόνημα, τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b.
-
5 βῡνέω
-
6 ἐπι-χαίνω
-
7 ἐπι-βατός
ἐπι-βατός, ersteigbar, Her. 4, 62 u. Folgde; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln, Plat. Tim. 24 e; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich, Plut. Dem. 14. – D. Cass. 14, 42 sagt ἐπιβατὴν Κελτικὴν ποιῆσαι.
-
8 διᾱκονέω
διᾱκονέω, dienen, bedienen, aufwarten; τινὶ ὅτι ἂν δεηϑῇ, einen Dienst leisten; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον, verrichten; γάμους, ausrichten, anordnen (vom Koch); sich selbst bedienen; act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehilfen in Liebessachen; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen -
9 ἐπιβατός
ἐπι-βατός, ersteigbar; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich -
10 κατακλύζω
κατα-κλύζω, überfluten, überschwemmen; χρυσίῳ κατακεκλυσμένος, bestochen
См. также в других словарях:
χρυσίω — χρῡσίω , χρύσεος golden masc/neut nom/voc/acc dual (aeolic) χρῡσίω , χρύσεος golden masc/neut gen sg (doric aeolic) χρῡσίω , χρυσίον a piece of gold neut nom/voc/acc dual χρῡσίω , χρυσίον a piece of gold neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίῳ — χρῡσίῳ , χρύσεος golden masc/neut dat sg (aeolic) χρῡσίῳ , χρυσίον a piece of gold neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… … Dictionary of Greek
επιχαίνω — ἐπιχαίνω (Α) [χαίνω] 1. χάσκω, κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα («ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ», Λουκιαν.) 2. επιθυμώ με πάθος κάτι 3. κοροϊδεύω, πειράζω κάποιον … Dictionary of Greek
περισιαλώ — όω, Α διακοσμώ, κεντώ κάτι ολόγυρα («ἐποίησαν τοὺς λίθους τῆς σμαράγδου περισεσιαλωμένους χρυσίῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σιαλῶ «στιλβώνω, κάνω κάτι να λάμπει» (πρβλ. Ησύχ. «σιαλῶσαι ποικῖλαι»)] … Dictionary of Greek
χρυσιασμός — ὁ, Μ η χρυσή, ο ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. ιασμός δηλωτική ασθενείας, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσιῶ, άω (πρβλ. φθειρ ιασμός < φθειριῶ)] … Dictionary of Greek