-
1 χρόος
-
2 χροος
-
3 χροός
-
4 χροός
χρώςskin: masc gen sg (epic ionic) -
5 πρασό-χροος
πρασό-χροος, lauchfarbig, Tzetz.
-
6 παρά-χροος
παρά-χροος, zsgz. - χρους, von falscher oder veränderter Farbe, Luc. hist. conscr. 51.
-
7 παντό-χροος
παντό-χροος, zsgz. παντόχρους, von allen Farben, Orph. H. 42, 4.
-
8 ποεσί-χροος
ποεσί-χροος, grasfarbig, grasgrün, Opp. C. 2, 409.
-
9 ποικιλό-χροος
ποικιλό-χροος, zsgzgn - χρους, buntfarbig, von buntem Leibe, von bunter Haut, acc. ποικιλόχροα Arist. bei Ath. VII, 319 c.
-
10 πολύ-χροος
πολύ-χροος, zsgzgn πολύχρους, vielfarbig; Arist. probl. 34, 4; in poet. Form πουλύχροος, Opp. Cyn. 4, 387.
-
11 πάγ-χροος
-
12 στυγνό-χροος
στυγνό-χροος, von trauriger, finsterer Farbe, schwarz, Nicet.
-
13 στικτό-χροος
στικτό-χροος, zsgz. -ους, ουν, mit gefleckter, bunter Haut (?).
-
14 σύγ-χροος
-
15 τερενό-χροος
τερενό-χροος, zsgz. τερενόχρους, = Folgdm, τερενόχροϊ νάρκῃ Opp. Hal. 2, 56.
-
16 τοιουτό-χροος
τοιουτό-χροος, von solcherlei Farbe, Eustath.
-
17 χρῡσό-χροος
χρῡσό-χροος, zsgzgn χρυσόχρους, ουν, goldfarbig; acc. χρυσόχροα von Apollo in einem Hymn. (IX, 525).
-
18 χιονό-χροος
χιονό-χροος, zsgzgn χιονόχρους, ουν, schneefarbig, schneeweiß, χιονοχρόας μάζας Philoxen. bei Ath. IV, 147 a.
-
19 ψαφαρό-χροος
ψαφαρό-χροος, zsgzgn ψαφαρόχρους, ουν, = Folgdm, κόρα Eur. Rhes. 716.
-
20 μυρό-χροος
μυρό-χροος, mit salbenduftender Haut, Philod. 32 (IX, 570).
См. также в других словарях:
χροός — χρώς skin masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
ευμορφόχροος — εὐμορφόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει ωραίο χρώμα, ο χρωματισμένος ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + χροος (< χρως «χρώμα, απόχρωση»), πρβλ. αλλό χροος, μελανό χροος] … Dictionary of Greek
ξενόχροος — ξενόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει παράξενο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + χροος (< χροῦς, χροός «χρώμα»), απαλό χροος] … Dictionary of Greek
SANGUISUGA — Plinii aevô dici coepit, quae prius Hirudo vocabatur, de qua voce retro dictum. Hinc Plin. l. 8. c. 10. ubi de elephantis, Cruciatum in potu maximum sentiunt, haustâ hirudine, quam sanguisugam vulgo coeisse appellari adverto. Et l. 32. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek
μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
μιλτόχροος — οον και μιλτόχρους, ουν (Μ μιλτόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τής μίλτου, κόκκινος, ερυθρός («μιλτόχροον ὄρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χροος/ χρους(< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χροος] … Dictionary of Greek
παντόχρους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που έχει όλα τα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + χρους / χροος (< χρώς, χροός / χρωτός), πρβλ. πολύ χρους] … Dictionary of Greek
πεντάχροος — οον, Μ αυτός που έχει πέντε χρώματα, ο πεντάχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χροος (< χρώς, χρωτός), πρβλ. δί χροος] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρους — ουν, και οος, οον, ΝΜΑ ποικιλόχρωμος («ποικιλόχρους πιτυρίαση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χροος / χροῦς (< χρως, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek