-
21 νυκτί-χροος
νυκτί-χροος, von der Farbe der Nacht, Sp.
-
22 κρατερό-χροος
κρατερό-χροος, f. L. bei Opp. Cyn. 3, 337, κρατερόχροα φῦλα, für κρατερόφρονα.
-
23 κυανό-χροος
κυανό-χροος, dunkel-, schwarzfarbig; κυμάτων ῥόϑια Eur. Hel. 1518; λάμνης ἑρπετά Opp. Hal. 2, 599.
-
24 κιτρινό-χροος
κιτρινό-χροος, zsgzgn - χρους, dasselbe, Sp.
-
25 κελαινό-χροος
κελαινό-χροος, = Folgdm, Maneth. 4, 261.
-
26 κακό-χροος
κακό-χροος, zsgzgn κακόχρους, von schlechter Farbe, mißfarbig, farblos, Hippocr., Arist. H. A. 9, 17 u. Sp.
-
27 καλλί-χροος
καλλί-χροος, schönfarbig, Sp., Conj. für καλλίῤῥοος, w. m. s.
-
28 εὔ-χροος
εὔ-χροος, zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους χρόα, schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. εὔχρως.
-
29 δύς-χροος
-
30 μεσό-χροος
μεσό-χροος, von mittlerer Farbe, Procl.
-
31 μικτό-χροος
μικτό-χροος, von gemischter Farbe, Archimed. probl. bov. 13.
-
32 μιλτό-χροος
μιλτό-χροος, rothfarbig, Tzetz. PH. 269.
-
33 μελιτό-χροος
μελιτό-χροος, zsgzgn -χρους, = μελίχρους, Schol. Nic. Th. 798.
-
34 μελανό-χροος
μελανό-χροος, = μελάγχροος; Od. 19, 246; μελανόχρουν Plut. Arat. 20; γαῖα, Opp. Cyn. 2, 148. Auch gen. μελανόχροος, Nic. Th. 441; u., Plur. μελανόχροες κύαμοι, Il. 13, 589.
-
35 μελάγ-χροος
μελάγ-χροος, zsgzgn -χρους, -χρουν, von schwarzer, dunkler Farbe, schwarzer, dunkelfarbiger Haut, bes. von der bräunlichen, kräftigen Gesichtsfarbe des viel im Freien lebenden Mannes, Plut. Arat. 20 Luc. navig. 2; – plur. auch μελάγχροες, Her. 2, 104.
-
36 μελί-χροος
μελί-χροος, zsgzgn -χρους, χρουν, honigfarbig, gelbbraun, Mel. 31 (XII, 165) u. a. Sp., μελίχροϊ νέκταρι Tryph. 113.
-
37 διδυμό-χροος
διδυμό-χροος, doppelfarbig, ῥόδον Mus. 59.
-
38 ξανθό-χροος
ξανθό-χροος, zsgz. ξανϑόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.
-
39 βαθύ-χροος
βαθύ-χροος, von tiefer dunkler Farbe, Diosc.
-
40 δί-χροος
См. также в других словарях:
χροός — χρώς skin masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
ευμορφόχροος — εὐμορφόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει ωραίο χρώμα, ο χρωματισμένος ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + χροος (< χρως «χρώμα, απόχρωση»), πρβλ. αλλό χροος, μελανό χροος] … Dictionary of Greek
ξενόχροος — ξενόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει παράξενο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + χροος (< χροῦς, χροός «χρώμα»), απαλό χροος] … Dictionary of Greek
SANGUISUGA — Plinii aevô dici coepit, quae prius Hirudo vocabatur, de qua voce retro dictum. Hinc Plin. l. 8. c. 10. ubi de elephantis, Cruciatum in potu maximum sentiunt, haustâ hirudine, quam sanguisugam vulgo coeisse appellari adverto. Et l. 32. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek
μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
μιλτόχροος — οον και μιλτόχρους, ουν (Μ μιλτόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τής μίλτου, κόκκινος, ερυθρός («μιλτόχροον ὄρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χροος/ χρους(< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χροος] … Dictionary of Greek
παντόχρους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που έχει όλα τα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + χρους / χροος (< χρώς, χροός / χρωτός), πρβλ. πολύ χρους] … Dictionary of Greek
πεντάχροος — οον, Μ αυτός που έχει πέντε χρώματα, ο πεντάχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χροος (< χρώς, χρωτός), πρβλ. δί χροος] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρους — ουν, και οος, οον, ΝΜΑ ποικιλόχρωμος («ποικιλόχρους πιτυρίαση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χροος / χροῦς (< χρως, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek