-
1 ажиотаж
1. (фин., торг.) η υπερτίμηση ή υποτίμηση (των ομολόγων ή των τιμών) λόγω κερδοσκοπίας 2. (сильное возбуждение, борьба интересов) о αντιπραγματι-σμός, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, η αναταραχή, ο σάλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ажиотаж
-
2 биржевой
би́рж||евойприл τοῦ χρηματιστηρίου, χρηματιστικός:\биржевойевая игра ἡ χρηματιστηριακή κερδοσκοπία; \биржевойево́й маклер ὁ μεσίτης χρηματιστηρίου. -
3 πράξη
[-ις (-εως)] η1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);καλή πράξη — доброе дело;
ευγενική πράξη — благородный поступок;
τρομοκρατική πράξη — террористический акт;
εγκληματικές πράξεις — преступные действия;
2) практика, дело;στην πράξη — на практике, на деле;
στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;
3) практика, опыт; навык, сноровка;μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;
4) сделка, операция;εμπορική πράξη — торговая сделка;
χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;
5) акт (документ);συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;
ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;
συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;
6) постановление, решение;7) театр. действие, акт;δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;
8) мат. действие;αριθμητική πράξη — арифметическое действие;
9) совокупление, половое сношение;§ κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);
γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью
-
4 ажиотаж
-а α.1. χρηματιστηριακή ή εμπορική κερδοσκοπία (συνδυασμένη με υπερτίμηση ή υποτίμηση).2. ταραχή, ντόρος. -
5 котировка
-и θ.1. διατίμηση.2. κίνηση χρηματιστηριακή.
См. также в других словарях:
κεφαλαιοποίηση — Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια. Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι… … Dictionary of Greek
χρηματιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω τού χρηματιστηρίου 2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
πιάτσα — η, Ν 1. η πλατεία 2. αγορά, παζάρι, ευρύχωρος χώρος όπου οι πωλητές εκθέτουν για πούλημα διάφορα είδη 3. η χρηματιστηριακή αγορά («η πιάτσα σήμερα είναι χαλαρωμένη» παρατηρείται πτώση τών τιμών, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση) 4. φρ. α) «πιάτσα ταξί»… … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων … Dictionary of Greek
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek