Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εγκληματικές

  • 1 деяние

    деян||ие
    с книжн. ἡ πράξη [-ις], τό ἔρ-γο[ν]:
    преступные \деяниеия οἱ ἐγκληματικές πράξεις.

    Русско-новогреческий словарь > деяние

  • 2 πράξη

    [-ις (-εως)] η
    1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);

    καλή πράξη — доброе дело;

    ευγενική πράξη — благородный поступок;

    τρομοκρατική πράξη — террористический акт;

    εγκληματικές πράξεις — преступные действия;

    2) практика, дело;

    στην πράξη — на практике, на деле;

    στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;

    3) практика, опыт; навык, сноровка;

    μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;

    4) сделка, операция;

    εμπορική πράξη — торговая сделка;

    χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;

    5) акт (документ);

    συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;

    ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;

    συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;

    6) постановление, решение;
    7) театр. действие, акт;

    δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;

    8) мат. действие;

    αριθμητική πράξη — арифметическое действие;

    9) совокупление, половое сношение;

    § κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);

    γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πράξη

  • 3 деяние

    ουδ. (υψ. ύφος) έργο, δημιούργημα, πράξη, δράση, κατόρθωμα•

    преступные -я εγκληματικές πράξεις•

    -я апостолов οι πράξεις των Αποστόλων.

    Большой русско-греческий словарь > деяние

См. также в других словарях:

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… …   Dictionary of Greek

  • συγκίνηση — Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση. Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Βαλντχάιμ, Κουρτ — (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 –). Αυστριακός πολιτικός, διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1971 81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986 92). Την περίοδο 1956 60 υπηρέτησε πρεσβευτής της χώρας του στη Γαλλία και τον Καναδά. Το 1962… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Ες Ντι — (LSD). Συνθετική παραισθησιογόνος ουσία. Πρόκειται για τη διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέος, παραισθησιογόνο που παρασκευάστηκε συνθετικά στο εργαστήριο το 1938 και κατόπιν ανακαλύφθηκε στη γύρη φυτού. Σε υγρή μορφή εμποτίζεται σε μικρά κομμάτια… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφανώ — Όνομα αυτοκρατειρών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (αρχές 9ου αι.). Ήταν ανιψιά της βασίλισσας Ειρήνης και σύζυγος του Σταυρακίου, γιου του αυτοκράτορα Νικηφόρου A’ (802 811). Εξαιτίας του τραυματισμού του στη μάχη… …   Dictionary of Greek

  • Κιθαιρώνας — Όρος (ψηλότερη κορυφή Προφήτης Ηλίας, 1.409 μ.) στα δυτικά όρια των νομών Βοιωτίας και Αττικής. Ανήκει στο δυτικό βοιωτικό αττικό (χαμηλού ύψους και επίμηκες) ορεινό σύστημα και αποτελεί την ανατολική νοτιοανατολική προέκταση του Ελικώνα, με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»