-
1 ржание
ржаниес1. τό χλιμίντρισμα, τό χρε-μέτισμα, ὁ χρεμετισμός·2. (громкий смех) груб. τό χάχανο, τά χάχανα. -
2 Neigh
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Neigh
-
3 Whinnying
subs.Ar. χρεμετισμός, ὁ, P. and V. φρύαγμα, τό (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whinnying
См. также в других словарях:
χρεμετισμός — thunder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμός — ο, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα αρχ. μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή … Dictionary of Greek
χρεμετισμός — ο η ενέργεια του χρεμετίζω, το χλιμίντρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεμετισμοῖς — χρεμετισμός thunder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμοί — χρεμετισμός thunder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμοῦ — χρεμετισμός thunder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμούς — χρεμετισμός thunder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμῶν — χρεμετισμός thunder masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμῷ — χρεμετισμός thunder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμόν — χρεμετισμός thunder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… … Dictionary of Greek