-
1 χρέμμα
χρέμμα, τό, Auswurf, Spucke, D. L. u. a. Sp.
-
2 χρεμμα
-
3 χρέμμα
χρέμμαspittle: neut nom /voc /acc sg -
4 χρέμμα
-
5 χρέμμα
χρέμμα, τό, Auswurf, Spucke -
6 ἀπό-χρεμμα
ἀπό-χρεμμα, τό, der Auswurf beim Husten, Medic.
-
7 ἔγ-χρεμμα
ἔγ-χρεμμα, τό, das Ausgespuckte, Plut. profect. virt. sent. p. 259, καὶ φϑόνοι καὶ κακοήϑειαι.
-
8 χρεμπτόν
-
9 εγχρεμμα
-
10 κρᾶμα
-
11 ἀπόχρεμμα
A expectoration, Hp.Loc.Hom.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόχρεμμα
-
12 ἀπόχρεμμα
-
13 ἔγχρεμμα
ἔγ-χρεμμα, τό, das Ausgespuckte
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский