Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χορταῖος

См. также в других словарях:

  • χορταίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία (ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι 3. φρ. «χιτὼν χορταῑος» i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.) ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χορταίους — χορταῖος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορταιοβάμων — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ Σειληνός, ἐπεὶ χορταῑον τὸ ἔνδυμα τοῡ Σειληνοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + βᾱμων (< βᾶμα / βῆμα < βαίνω), πρβλ. αἰθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • χορταιόβαμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ βαμος] …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»