Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαλλωτός

См. также в других словарях:

  • μαλλωτός — fleecy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτός — ή, ό (AM μαλλωτός, ή, όν, Μ και μαλλουτός, ή, όν) [μαλλός] γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120… …   Dictionary of Greek

  • μαλλωτά — μαλλωτός fleecy neut nom/voc/acc pl μαλλωτά̱ , μαλλωτός fleecy fem nom/voc/acc dual μαλλωτά̱ , μαλλωτός fleecy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτῶν — μαλλωτός fleecy fem gen pl μαλλωτός fleecy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτόν — μαλλωτός fleecy masc acc sg μαλλωτός fleecy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωταῖς — μαλλωτός fleecy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωταί — μαλλωτός fleecy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτοῖς — μαλλωτός fleecy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτοί — μαλλωτός fleecy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτῆς — μαλλωτός fleecy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτήν — μαλλωτός fleecy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»