-
1 χορείαις
χορείαdance: fem dat plχορεῖοςof: fem dat pl -
2 γεραίρω
Aγέραιρον Il.7.321
: [tense] fut. γερᾰρῶ Jusj. ap. D.59.78, Epigr.Gr. 992 ([place name] Balbilla): [tense] aor. 1 ([place name] Tralles), APl. 4.183.7, Orph.A. 507,γέρηρα IG4.1475
(Epid.);ἐγέρᾱρα Pi.O.5.5
, N.5.8: ([etym.] γεραρός):—honour, reward with a gift, , cf. Od.14.437, 441, etc.: generally, honour,τινά Pi.O.3.2
: c. dat. modi, βωμοὺς ἑορταῖς ib.5.5;τινὰ ἐπινικίοις B.2.8
;γένος θεῶν γ. φωνῇ Ar. Th. 961
(lyr.);δώροις καὶ ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς X. Cyr.8.1.39
;στεφάνοις τοὺς νικῶντας Id.HG1.7.33
;ὃν.. ἐπεστεφάνωσε γεραίρων IG3.713
:—[voice] Pass.,τίμιος γεραίρεται E.Supp. 553
;τιμαῖς X.Cyr.8.8.4
.2 γεραίρει· τέρπει, Hsch.:—[voice] Pass., γεραιρόμενα μνίοισι prob. in Nic.Al. 396.3 reversely, γ. τινί τι present as an honorary gift, τὰ Ἰοβάκχεια τῷ Διονύσῳ Jusj. ap. D.l.c.II celebrate,τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Hdt. 5.67
;χορείαις θυσίαν Pl.Lg. 799a
, cf. Epin. 980b.—Not in early Prose, exc. Hdt., X., and Pl.: in later Prose, Ph.1.186, Arr.Ind.8.5 ([voice] Pass.), Porph.Abst.2.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεραίρω
-
3 μιτρόω
II [voice] Med., wear aμίτρα, Διονυσιακὸν τὸ μιτροῦσθαι Str.15.1.58
;μ. τὰς κόμας Id.15.1.71
;μιτρωσάμενοι τὰ μέτωπα Id.3.3.7
. -
4 προσευκαιρέω
A have leisure for,τοῖς κοινοῖς Arr.Epict.3.22.72
;ὀρχήσει Plu.2.316a
; χορείαις (prob. for χωρίοις) Ps.-Plu.Fluv.4.1; τῇ γεωργίᾳ μου, ταῖς λειτουργίαις, POxy.487.16 (ii A.D.), 1119.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσευκαιρέω
-
5 σύμμετρος
A commensurate with, of like measure or size with, σύμμετρος σῷ ποδί (sc. ἡ βάσις) E.El. 533; ; βόστρυχον.. σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ exactly like it, A.Ch. 230: esp. of Time, commensurate with, keeping even with, δαλὸν ἥλικα ξύμμετρόν τε διαὶ βίου ib. 610 (lyr.); τῷδε τἀνδρὶ ς. being of like age with him, S. OT 1113; ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ; coincident with what chance have I come? i.e. in the very nick of time, Id.Ant. 387, cf. E.Alc.26 (infr. 111).2 in Mathematics, having a common measure, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (sc. γραμμαί) Arist.LI 968b6; freq. denied of the relation between the diagonal of a square and its side, Id.APo. 71b27, APr. 41a26, Ph. 221b25, Rh. 1392a18; [τὸ νόμισμα] πάντα ποιεῖ σύμμετρα commensurable, Id.EN 1133b22; μήκει οὐ σύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ not lineally commensurate with the one-foot side, Pl.Tht. 147d, cf. 148b: [comp] Comp., of musical intervals,ταῖς αἰσθήσεσιν εὐληπτότερα τὰ -ότερα Ptol.Harm.1.10
.II in measure with, proportionable, exactly suitable, λόγοι ἀνδράσι ς. Isoc.4.83, cf. 5.110, 12.135; γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις ς. Str.15.1.26;σ. πρός τι Pl.Lg. 625d
, Metrod.Fr.1, etc.; c. dat., Pl.Men. 76d, Ti. 67c, Epicur.Fr.81 ([comp] Comp.).2 abs., in right measure, in due proportion, symmetrical, opp. ὑπερβάλλων and ἐλλείπων, Arist.EN 1104a18, al.;τὸ σ. καὶ καλόν Pl.Phlb. 66b
;τῶν φύσει ξηροτέρων.. ὡς πρὸς τὸν σ. παραβάλλειν Gal.6.360
, cf. 27, al.3 generally, fitting, meet, due,ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω A.Eu. 532
(lyr.); , cf. Phld.Rh.1.288S., al.; ξύμμετρος ὡς κλύειν within fit distance for hearing, S.OT84.4 moderate,πόνοι Isoc.1.12
;ὥστε σύμμετρον.. τὸ πνεῦμα.. ποιεῖν Antiph.202.16
;σ. τροφαί Sor.1.26
, cf. 49, al.; σ. στέγη moderate in size, X.Oec.8.13; of suitable size, (Canopus, iii B.C.).III Adv. - τρως in moderation, Isoc.1.32, etc.; in due time,ἀφίκετο E.Alc.26
; σ. πρὸς ἑωυτόν conveniently, Hp.Off.3; σ. ἔχειν πρός τι to be in proportion to.., X.Eq.1.16; ;σ. ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους Pl.Ti. 85c
; τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ ς. Nicom.Com.1.36; = μετρίως, φέρειν IG12(7).396.31 (Amorgos, ii B.C.), cf. Aristid.Quint.2.5. [comp] Comp. - ότερον more fittingly, D.61.27 (v.l. -ώτερον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμετρος
-
6 χορεία
χορ-εία, ἡ,A dance, esp. choral dance with music, E.Ph. 1265 (pl., nowhere else in Trag., exc. Chaerem.14.3), Ar.Ra. 336 (lyr.);ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε Id.Th. 956
(lyr.); εὔκυκλος χ.ib. 968 (troch.);χ... ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ σύνολόν ἐστιν Pl.Lg. 654b
; ὅλη.. χ. ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν ib. 672e; μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. ib. 655d; θυσίαι τε καὶ χ. ib. 772b; ἐπάρχεσθαι.. τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ dub. in IG12(9).192.11 ([place name] Eretria).2 of any circling motion, as of the stars,χ. καλλίστην χορεύοντα Pl.Epin. 982e
, cf. Arist.Fr.11 (pl.), Luc.Salt.17;πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Ph.1.16
. -
7 ἐπιγελάω
A —laugh approvingly, γέλασανδ' ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί Il.23.840
, cf.Pl.Phd. 62a, X.Ap.28, etc.; ἐ. χορείαις smile upon, Ar.Th. 979(lyr.);τινὶ σκ ώψαντι Thphr.Char.2.4
: abs., κύματα ἐπιγελᾷ break with a plashing sound, Arist.Pr. 931a35; στόματα ἐπιγελῶντα, of the mouths of rivers, Str.1.4.2(s.v.l.); λόγοι ἐπιγελῶντες pleasant words, Plu.2.27f.2. metaph., sparkle on the surface, ap. Stob.1.49.44.II. = ἐπεγγελάω, LXX Pr.1.26, Gal.6.234, Luc. Bis Acc.5; τῷ δυστυχοῦντι Chiloap.Stob.3.1.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγελάω
См. также в других словарях:
χορείαις — χορεία dance fem dat pl χορεῖος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορεία — η, ΝΜΑ 1. σύνολο χορευτών, χορός 2. συνεκδ. ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο (α. «η χορεία τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.) νεοελλ. ιατρ. κάθε πάθηση τού νευρικού συστήματος, τής… … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek
ИОАННИКИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. ᾿Ιωαννίκιος ὁ Μέγας] (753/4, по др. данным, 762, Вифиния 3.11.846, мон рь Антидион (на Олимпе Вифинском)), прп. (пам. 3 и 4 нояб.). Источники Основные сведения об И. В. содержатся в 2 Житиях: 1 е (BHG, N 936), сохранившееся в единственной… … Православная энциклопедия