-
1 мохнатый
-
2 пушистый
-
3 ворс
το χνούδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ворс
-
4 ворсйстый
ворс||йстыйприл χνοώδης, χνουδωτός. -
5 мохнатый
мохнат||ыйприл μέ φουντωτό τρίχωμα, μαλλιαρός, τριχωτός / χνουδωτός (о ткани):\мохнатыйое полотенце ἡ χνουδωτή πετσέτα. -
6 начес
начесм (ворс) τό χνοῦδι, ὁ χνοῦς:с \начесом χνουδωτός. -
7 пушистый
пуши||стыйприл χνουδατος, πουπουλε-νιος/ χνουδωτός (о ткани). -
8 fleecy
adjective (soft and woolly: a fleecy blanket.) χνουδωτός -
9 fuzzy
1) (covered with fuzz: fuzzy material.) χνουδωτός2) (indistinct; blurred; not clear: The television picture was fuzzy.) θαμπός, θολός -
10 woolly
1) (made of, or like, wool: a woolly jumper/rug.) μάλλινος / χνουδωτός, μαλακός σαν μαλλί2) ((also woolly-headed) (of a person) vague or hazy: She's too woolly(-headed) to be in charge of a department.) ελαφρόμυαλος, αλλοπαρμένος -
11 ворсинчатый
επ.χνουδωτός•-ая оболочка χνουδωτό περίβλημα.
-
12 ворсистый
επ., βρ: -сист, -а, -оχνουδωτός, χνοώδης•-ая поверхность χνουδωτή επιφάνεια.
-
13 ворсовый
κ. ворсовой, επ. χνουδωτός, χνοώδης•-ая ткань χνουδωτό ύφασμα.
-
14 лохматый
επ., βρ: -мат, -а, -о.1. αναμαλλιασμένος.2. μαλλιαρός, πυκνόμαλλος• δασύτριχος. || χνουδωτός, χνουδάτος, χνοώδης. || τολυποειδής (για υδρατμούς, σύννεφα κ.τ.τ.). -
15 махровый
επ.1. πολυπέταλος (για άνθη).2. μτφ. μεγάλος, διαβόητος• βαμμένος•махровый реакционер βαμμένος αντιδραστικός•
махровый дурак μεγάλος βλάκας (με περικεφαλαία).
3. χνουδωτός•-ая ткань χνουδωτό ύφασμα.
-
16 мохнатый
επ., βρ: -нат, -а, -о.1. πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός.2. μτφ. πυκνός, δασύς πυκνόφυλλος, δασύφυλλος πολύκλάδος.3. χνουδωτός, χνουδάτος, χνοώδηςмохнатыйое пальто χνουδωτό πανωφόρι•-ое полотенце η χνουδωτή πετσέτα του προσώπου.
-
17 пуховый
επ.1. πουπουλιέν ιος• χνουδωτός.2. που έχει, φέρει πούπουλα, χνούδι. -
18 пушистый
επ.χνουδωτός• πουπουλέν ιος, πτι-λωτός. -
19 шерстистый
επ., βρ: -тист, -а, -оμαλλωτός, μαλλιαρός, πυκνόμαλλος, δασύτριχος. || χνουδωτός, χνοώδης. -
20 tüylü
χνουδάτος, χνουδωτός τριχοφόρος, τριχωτός
См. также в других словарях:
χνουδωτός — ή, ό, Ν καλυμμένος από χνούδι (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ. β. «χνουδωτό ύφασμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. ωτός*(Ι) (πρβλ. γραμμ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
χνουδωτός — ή, ό χνουδάτος, αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι: Το πρόσωπό της είναι χνουδωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώμαλλος — ἐξώμαλλος, ον (Α) (για ενδύματα) χνουδωτός στην εξωτερική επιφάνεια … Dictionary of Greek
ιουλοφόρος — ο (Α ἰουλοφόρος, ον) αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο… … Dictionary of Greek
λανάτος — λανᾱτος, ὁ, και λανᾱτον, τὸ (Μ) μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lanatus, a, um «μάλλινος, χνουδωτός» < λατ. lana, ae «μαλλί, έριον»] … Dictionary of Greek
λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός … Dictionary of Greek
λαχνούμαι — λαχνοῡμαι, όομαι (Α) [λάχνη] γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι … Dictionary of Greek
λαχνώδης — λαχνώδης, ώδες (Α) [λάχνη] χνουδωτός … Dictionary of Greek
παππώδης — ῶδες, Α [πάππος] με πάππο, χνουδωτός, μαλλωτός … Dictionary of Greek
πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] … Dictionary of Greek
υπόχνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχνοος, ον, Α λίγο χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χνους (< χνοῦς/ χνόος «χνούδι»), πρβλ. ἀρτί χνους] … Dictionary of Greek