Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χνουδωτός

См. также в других словарях:

  • χνουδωτός — ή, ό, Ν καλυμμένος από χνούδι (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ. β. «χνουδωτό ύφασμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. ωτός*(Ι) (πρβλ. γραμμ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • χνουδωτός — ή, ό χνουδάτος, αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι: Το πρόσωπό της είναι χνουδωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξώμαλλος — ἐξώμαλλος, ον (Α) (για ενδύματα) χνουδωτός στην εξωτερική επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ιουλοφόρος — ο (Α ἰουλοφόρος, ον) αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο… …   Dictionary of Greek

  • λανάτος — λανᾱτος, ὁ, και λανᾱτον, τὸ (Μ) μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lanatus, a, um «μάλλινος, χνουδωτός» < λατ. lana, ae «μαλλί, έριον»] …   Dictionary of Greek

  • λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός …   Dictionary of Greek

  • λαχνούμαι — λαχνοῡμαι, όομαι (Α) [λάχνη] γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι …   Dictionary of Greek

  • λαχνώδης — λαχνώδης, ώδες (Α) [λάχνη] χνουδωτός …   Dictionary of Greek

  • παππώδης — ῶδες, Α [πάππος] με πάππο, χνουδωτός, μαλλωτός …   Dictionary of Greek

  • πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] …   Dictionary of Greek

  • υπόχνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχνοος, ον, Α λίγο χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χνους (< χνοῦς/ χνόος «χνούδι»), πρβλ. ἀρτί χνους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»