-
1 мохнатый
-
2 волосахый
волос||ахыйприл τριχώδης, τριχωτός, μαλλιαρός / δασύτρι-χος (косматый). -
3 волосяной
волосянойприл τριχωτός:\волосяной матра́ц στρῶμα ἀπό τρίχα· \волосяной покров τό τρίχωμα, τό τριχωτό. -
4 косматый
космат||ыйприл μαλλιαρός, τριχωτός, δασύς:\косматыйая голова τό τραχύμαλλο κεφάλι· \косматый медведь ἡ μαλλιαρή ἀρκούδα. -
5 мохнатый
мохнат||ыйприл μέ φουντωτό τρίχωμα, μαλλιαρός, τριχωτός / χνουδωτός (о ткани):\мохнатыйое полотенце ἡ χνουδωτή πετσέτα. -
6 furry
-
7 hairy
adjective (covered in hair or having a lot of hair: a hairy chest.) τριχωτός,μαλλιαρός -
8 мохнатый
[μαχνάτυϊ] εκ. τριχωτός -
9 мохнатый
[μαχνάτυϊ] εκ. τριχωτός -
10 мохнатый
[μαχνάτυϊ] επ τριχωτός -
11 мохнатый
[μαχνάτυϊ] επ τριχωτός -
12 волосатый
επ., βρ: -сат, -а, -оμαλλιαρός, τριχωτός, δασύτριχος, δασύμαλλος, πυκνόμαλλος. -
13 волосистый
επ., βρ: -сист, -а, -о.1. τριχωτός, τριχώδης, μαλλωτός, μαλλιαρός.2. τριχοειδής. -
14 шерстяной
επ.μάλλινος•-ая ткань μάλλινο ύφασμα•
-ая ниткэ μάλλινη κλωστή•
-ая пряжа μάλλινο νήμα.
|| τριχωτός•шерстяной покров животных το τρίχωμα των ζώων.
εκφρ.- ая промышленность – βιομηχανία ερ ιουργίας. -
15 tüylü
χνουδάτος, χνουδωτός τριχοφόρος, τριχωτός -
16 hairy
1) μαλλιαρός2) τριχωτός
См. также в других словарях:
τριχωτός — furnished with hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτός — ή, ό / τριχωτός, ή, όν, ΝΜΑ [τριχῶ] αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός νεοελλ. φρ. α) «τριχωτό δέρμα» ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες β) «τριχωτό τής κεφαλής» το επάνω μέρος τού κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά γ) «τριχωτή… … Dictionary of Greek
τριχωτός — ή, ό ο γεμάτος τρίχες, ο μαλλιαρός: Τριχωτό αντρικό στήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριχωτά — τριχωτός furnished with hair neut nom/voc/acc pl τριχωτά̱ , τριχωτός furnished with hair fem nom/voc/acc dual τριχωτά̱ , τριχωτός furnished with hair fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτῶν — τριχωτός furnished with hair fem gen pl τριχωτός furnished with hair masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτόν — τριχωτός furnished with hair masc acc sg τριχωτός furnished with hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωταί — τριχωτός furnished with hair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτοί — τριχωτός furnished with hair masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτοῦ — τριχωτός furnished with hair masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτῆς — τριχωτός furnished with hair fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωτή — τριχωτός furnished with hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)