-
1 χλωρηΐς
χλωρηΐς, ΐδος, ἡ, bes. poet. fem. zu χλωρός, = χλωρά; bei Hom. Beiwort der Nachtigall, χλωρηῒς ἀηδών Od. 19, 518, von der Farbe, falb, fahl, vgl. χλωραύχην, nach Andern aber die im Grünen, im Laube od. Gebüsche sich aufhaltende, ἡ ἐν χλωροῖς διατρίβουσα. Es ist nicht nöthig, die erstere Erkl. aufzugeben, weil die Farbe nicht genau auf unsere Nachtigall paßt, da Hom. leicht eine andere Art beschreiben konnte. S. auch χλωρός.
-
2 χλωρηΐς
χλωρηΐς, ΐδος, ἡ, Beiwort der Nachtigall, von der Farbe: falb, fahl; nach anderen aber die im Grünen, im Laube od. Gebüsche sich aufhaltende, ἡ ἐν χλωροῖς διατρίβουσα -
3 χλωρ-αύχην
χλωρ-αύχην, ενος, ὁ, ἡ, mit gelblicher od. blasser Kehle, Beiwort der Nachtigall, Simon. im E. Mp. 813, 8. Vgl. χλωρηΐς.
-
4 ἀηδών
ἀηδών, όνος, auch wie von ἀηδώ gen. ἀηδοῦς Soph. Ai. 607, dat. ἀηδοῖ Ar. Av. 679, ἡ, die Nachtigall (ἀείδω, die Sängerin), Hom. einmal, Od. 19, 518 ὡς δ' ὅτε Πανδαρέου κοὐρη χλωρηὶς ἀηδών καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, δενδρέων ἐν πετάλοισι καϑεζομένηπυκινοῖσιν; Hes. O. 201, Tragg. u. sonst. – Uebtr., Gedicht, Callim. 47 (VII, 80), ad. 519 (IX, 184); auch Dichterin, Hermesian.; sogar ὁ ἀηδών, Ep. ad. 535 (VII, 44). Die Heuschrecke, ἡ κατ' ἄρουραν ἀηδών Anyt. 14 (VII, 190); so auch das Webschiff, Ant. Sid. 22 (VI, 174). Bei Lycophr. 653 heißen so die Sirenen.
См. также в других словарях:
χλωρηίς — of the greenwood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… … Dictionary of Greek
χλωρηίδα — χλωρηίς of the greenwood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
соловей — род. п. вья, укр. соловiй, соловей, блр. соловейка, др. русск. соловии, русск. цслав. славии ἀηδών, болг. славей, сербохорв. сла̀ву̑j, род. п. славуjа, также сла̑вjа ж., сла̑вља, сла̑вjе, словен. slavǝc, род. п. slavca, чеш. slavik, слвц. slavik … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek