Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χλωρηΐς

См. также в других словарях:

  • χλωρηίς — of the greenwood fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… …   Dictionary of Greek

  • χλωρηίδα — χλωρηίς of the greenwood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • соловей — род. п. вья, укр. соловiй, соловей, блр. соловейка, др. русск. соловии, русск. цслав. славии ἀηδών, болг. славей, сербохорв. сла̀ву̑j, род. п. славуjа, также сла̑вjа ж., сла̑вља, сла̑вjе, словен. slavǝc, род. п. slavca, чеш. slavik, слвц. slavik …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»