-
1 χλωραύχην
χλωρ-αύχην, ενος, ὁ, ἡ, mit gelblicher od. blasser Kehle, Beiwort der Nachtigall -
2 χλωρηΐς
χλωρηΐς, ΐδος, ἡ, bes. poet. fem. zu χλωρός, = χλωρά; bei Hom. Beiwort der Nachtigall, χλωρηῒς ἀηδών Od. 19, 518, von der Farbe, falb, fahl, vgl. χλωραύχην, nach Andern aber die im Grünen, im Laube od. Gebüsche sich aufhaltende, ἡ ἐν χλωροῖς διατρίβουσα. Es ist nicht nöthig, die erstere Erkl. aufzugeben, weil die Farbe nicht genau auf unsere Nachtigall paßt, da Hom. leicht eine andere Art beschreiben konnte. S. auch χλωρός.
См. также в других словарях:
χλωραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για αηδόνι) αυτός που έχει πράσινο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αὐχήν, ένος (πρβλ. μακρ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek