Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χλοηρός

См. также в других словарях:

  • χλοηρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοηρός — ά, όν, ΜΑ χλοερός, χλωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, πον ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • χλοηρόν — χλοηρός masc acc sg χλοηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοηροῖσι — χλοηρός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»