Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κιῤῥός

См. также в других словарях:

  • κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… …   Dictionary of Greek

  • κιρρός — orange tawny masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρότερον — κιρρός orange tawny adverbial comp κιρρός orange tawny masc acc comp sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρῶν — κιρρός orange tawny fem gen pl κιρρός orange tawny masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρόν — κιρρός orange tawny masc acc sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρότατον — κιρρός orange tawny masc acc superl sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρραῖς — κιρρός orange tawny fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρραί — κιρρός orange tawny fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρροῖς — κιρρός orange tawny masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρροί — κιρρός orange tawny masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρροῦ — κιρρός orange tawny masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»