Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χλευάζει

См. также в других словарях:

  • χλευάζει — χλευάζω jest pres ind mp 2nd sg χλευάζω jest pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • καταχλευαστικός — καταχλευαστικός, ή, όν (Α) [καταχλευάζω] αυτός που έχει κλίση στο να καταγελά, να χλευάζει υπερβολικά κάποιον. επίρρ... καταχλευαστικῶς (Α) με καταχλευαστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • κηκάζω — (Α) κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh… …   Dictionary of Greek

  • μυκτηριστής — ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) [μυκτηρίζω] αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον …   Dictionary of Greek

  • περιπαίκτης — και περιπαίχτης, ο, θηλ. περιπαίκτρια και περιπαίχτρα Ν [περιπαίζω] 1. αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει κάποιον 2. αυτός που προσπαθεί να εξαπατήσει κάποιον («περιπαίχτρα η σάλπιγγα», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • ρητορόμυκτος — ὁ, Α αυτός που χλευάζει τους ρήτορες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μυκτος (< μύζω «χλευάζω», πρβλ. μυκτηρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • σαρκασμός — ο, ΝΑ [σαρκάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • σαρκαστής — ο, Ν αυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό] …   Dictionary of Greek

  • σκωπτικός — ή, ό / σκωπτικός, ή, όν, ΝΑ [σκώπτης] 1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει 2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά …   Dictionary of Greek

  • τωθαστής — ὁ, Α [τωθάζω] αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»