Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κηκασμός

См. также в других словарях:

  • κηκασμός — κηκασμός, ὁ (Α) [κηκάζω] ύβρη, κακολογία, ονειδισμός, λοιδορία, χλευασμός …   Dictionary of Greek

  • κηκασμός — abuse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκασμοῖς — κηκασμός abuse masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκασμοῖσιν — κηκασμός abuse masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκασμόν — κηκασμός abuse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»