-
1 χιτωναριον
-
2 χιτωνάριον
χιτωνάριον, τό, dim. von χιτών, Lucill. 47 (XI, 154).
-
3 χιτωνάριον
χιτωνάριονwoman's frock: neut nom /voc /acc sg -
4 χιτωνάριον
A woman's frock, Men.727, PCair.Zen. 469 (iii B. C.); of men's wear, AP11.154 (Lucill.), Arr.Epict. 1.25.21; of a baby's frock, Sor.1.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιτωνάριον
-
5 διαφανής
A translucent, transparent, [ ὕαλος] Ar.Nu. 767;οὖρα Hp.Aph. 4.72
, Epid.1.26.β; ὦτα Id.Coac. 188
; ;χιτώνια Ar.Lys.48
;χιτωνάριον Men.727
, cf. IG5(1).1390.16,21;τὸ δ. Arist. de An. 418b4
,al.2 red-hot, Hdt.2.9, 4.73, 75, Hp.Art.11.II metaph., manifest,τάδ' ἤδη διαφανῆ S.OT 754
; distinct, distinctly seen,φλέβες Hp.Epid.6.3.17
;εἶδος δ. Pl.R. 544c
, 548c ([comp] Sup.). Adv.- νῶς Th.2.65
, X.An.6.1.24: [comp] Sup.- έστατα D.C.37.46
.III Subst. δ., τό, talc, Gal.13.663, Orib.Fr.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφανής
-
6 παραπίπτω
2 Math., as [voice] Pass. of παραβάλλω, to be applied, Archim.Con.Sph.2.II fall in one's way,κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Hdt.8.87
, cf. Lys.27.15 ;ἀκοντίσαι ὅπου ἂν παραπίπτῃ [θηρίον] X.Cyr.1.2.10
;ἀγοράσαι.. χιτωνάριον, μάλιστα μὲν ἐὰν παραπίπτῃ χειριδωτόν PCair.Zen.469.5
(iii B. C.) ; π. κατὰ βοήθειαν come in time to aid, Plb.31.5.2, etc.; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι as opportunity offered, X.Eq.Mag.7.4, cf. Th.4.23 ; ; ;ὁ -πίπτων παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος Epicur.Sent.Vat. 29
; ὁ παραπεσών the first that comes,ἡ παραπίπτουσα ἀεὶ [ἡδονή] Pl.R. 561b
; ὁ παραπεπτωκὼς λόγος that happened to arise, Id.Lg. 832b, cf.Phlb. 14c ; πᾶν τὸ παραπῖπτον or παραπεσόν all that befalls, Plb.3.51.5, 11.4.5 ; κατὰ τὸ -πῖπτον incidentally, Phld.Mort.37.2 c. dat., befall, θαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησι fell to their lot, Pl.Lg. 686d ; π. τῇ πόλει νομοθέτης comes to its aid, ib. 709c : in bad sense,ἀσθένειά τινι παραπεπτωκυῖα Phld.Lib.p.49O.
;παραπέπτωκε τῇ πόλει ὥστε ἀνακτᾶσθαι X.Vect.5.8
.IV go astray, err, X.HG1.6.4 ; τοῖς ὅλοις πράγμασιν ἀγνοεῖν καὶ π. Plb.18.36.6 ; π. τῇ διανοίᾳ Vett. Val.73.25.b to be mislaid or lost, of a document, Ostr.Bodl. i62(ii B.C.), POxy.95.34(ii A.D.), etc. ;σανδάλιον παραπεσόν Luc.Philops.27
.2 fall aside or away from, c. gen.,τῆς ὁδοῦ Plb.3.54.5
;τῆς ἀληθείας Id.12.12.2
;τοῦ καθήκοντος Id.8.11.8
;τῆς ἱστορίας Str.1.1.7
: abs., fall away, Ep.Hebr. 6.6.VI Astrol., to be unfavourably situated, Vett.Val.5.5, 27.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπίπτω
См. также в других словарях:
χιτωνάριον — woman s frock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] … Dictionary of Greek
κιθωνάριον — κιθωνάριον, τὸ (Α) ιων. τ. (υποκορ. τού κιθών*) μικρός χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθών + υποκορ. κατάλ. άριον ή < χιτωνάριον με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek