-
1 χθονοστιβης
См. также в других словарях:
χθονοστιβής — ές, Α αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιο στιβής, νιφο στιβής] … Dictionary of Greek
χθονοστιβῆ — χθονοστιβής treading the earth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χθονοστιβής treading the earth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χθονοστιβής treading the earth masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek