-
1 χελμών
-
2 χειλών
-
3 χελλών
См. также в других словарях:
χελμών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών … Dictionary of Greek
χελλών — και χελμών και χειλών και χελών, ώνος, ὁ, Α είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ τού χεῖλος*, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μυ ών). Ο τ.… … Dictionary of Greek