-
1 χειρούργημα
II manufactured article, D.H.Pomp.1.7 [suff] χειρουργ-ητέον, one must perform an operation, Antyll. ap.Orib.4.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρούργημα
-
2 χειρουργέω
A do with the hand, execute, ; esp. of acts of violence,νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Th.8.69
, cf. Aeschin.2.117.2 make by hand, build,οἰκοδομίαν Ael.NA3.24
:—[voice] Pass.,πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Pl.Criti. 117c
.3 practise an art, esp. of music,ᾄδοντές τε καὶ χειρουργοῦντες Arist.Pol. 1340b20
, cf. 1342a3, Iamb.Comm.Math.26; produce by art, of hatching eggs by artificial means, D.S.1.74:— [voice] Pass., to be highly cultivated, of vines,ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας Id.3.62
; to be dressed, of meats, Megasth.28.4 of surgeons, operate, Hp.Flat.1, Plu.2.71a, Gal.2.228: c. acc., operate upon, Sor. 1.4, Artem.4.2:—[voice] Pass.,ὁ χειρουργηθεὶς ἄνθρωπος Gal.10.943
.5 sens. obsc., D.L.6.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργέω
-
3 χειρουργητέος
A to be operated on, Paul.Aeg.6.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργητέος
-
4 χειρουργία
A working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys. 673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt. 259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat. 135b.II ahandicraft or art, Id.Plt. 258d, 277c;τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1
: pl.,περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς Pl.Smp. 203a
, cf. Grg. 450b.2 esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; the mode of operation,Id.
Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργία
-
5 χειρουργικός
A of technical dexterity,ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.Pol. 1341b1
; τὰ μὴ χ. (sc. τῶν τεχνῶν) Phld.Po.5.2; χ. μέρος τῆς μουσικῆς the practical part of music, i.e. execution, Plu.2.1135d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργικός
-
6 χειρουργός
χειρουργ-ός, όν,A working or doing by hand, Plu.2.564e: practising a handicraft or art,περὶ γραφικήν Ael.NA17.9
;οἱ χ.
artificers, artists,Id.
VH14.47, etc.; alsoχ. τέχναι Lib.Or.25.36
.II χειρουργός, ὁ, surgeon, Plu.2.486c, Ptol.Tetr. 180, Gal.10.455, Artem.4.2, AP11.280 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργός
См. также в других словарях:
διεκπρίω — (χειρουργ.) κόβω ένα οστό με χειρουργικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκπρίω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάννη Ολύμπιο (1802 1869)] … Dictionary of Greek
Handwerk, das — Das Handwêrk, des es, plur. die e. 1. * Ein mit der Hand verfertigtes Werk, bey dem Notker Hantuuerch, in dem alten Fragmente auf Carln den Großen bey dem Schilter Antwerk, im mittlern Lat. Maneficium, Griech. χειρουργƞυα; eine nunmehr veraltete… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αποσχίδα — η (Α ἀποσχίς, ιδος) [αποσχίζω] νεοελλ. (χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης αρχ. 1. (για φλέβες) διακλάδωση 2. (για βουνά) προεξοχή … Dictionary of Greek
διέκπριση — η 1. πριόνισμα 2. (χειρουργ.) η αποκοπή οστού ή οργάνου τού σώματος με χειρουργικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπρίω. Η λ. διέκπρισις μαρτυρείται στον καθηγητή της χειρουργικής Ιωάννη Ολύμπιο (1802 1869)] … Dictionary of Greek
διαστολέας — και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) [διαστέλλω] νεοελλ. 1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας τού σώματος, όπως τής μήτρας, τού στόματος κ.λπ. 2. ιατρ. μυς τού σώματος που χρησιμεύει για… … Dictionary of Greek
επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση … Dictionary of Greek
μυρσινοειδής — ές (Α μυρσινοειδής, ές) 1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη 2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες αρχ. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek