Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χειρουργ-έω

См. также в других словарях:

  • διεκπρίω — (χειρουργ.) κόβω ένα οστό με χειρουργικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκπρίω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάννη Ολύμπιο (1802 1869)] …   Dictionary of Greek

  • Handwerk, das — Das Handwêrk, des es, plur. die e. 1. * Ein mit der Hand verfertigtes Werk, bey dem Notker Hantuuerch, in dem alten Fragmente auf Carln den Großen bey dem Schilter Antwerk, im mittlern Lat. Maneficium, Griech. χειρουργƞυα; eine nunmehr veraltete… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αποσχίδα — η (Α ἀποσχίς, ιδος) [αποσχίζω] νεοελλ. (χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης αρχ. 1. (για φλέβες) διακλάδωση 2. (για βουνά) προεξοχή …   Dictionary of Greek

  • διέκπριση — η 1. πριόνισμα 2. (χειρουργ.) η αποκοπή οστού ή οργάνου τού σώματος με χειρουργικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπρίω. Η λ. διέκπρισις μαρτυρείται στον καθηγητή της χειρουργικής Ιωάννη Ολύμπιο (1802 1869)] …   Dictionary of Greek

  • διαστολέας — και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) [διαστέλλω] νεοελλ. 1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας τού σώματος, όπως τής μήτρας, τού στόματος κ.λπ. 2. ιατρ. μυς τού σώματος που χρησιμεύει για… …   Dictionary of Greek

  • επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση …   Dictionary of Greek

  • μυρσινοειδής — ές (Α μυρσινοειδής, ές) 1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη 2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες αρχ. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»