-
1 χειρουργικος
31) ремесленныйἡ χειρουργικέ ἐπιστήμη Arst. — мастерство
2) практический, технический, исполнительский -
2 χειρουργικός
χειρουργικόςof technical dexterity: masc nom sg -
3 χειρουργικός
η, ό[ν] хирургический; операционный;χειρουργικόςή επέμβαση — хирургическое вмешательство
-
4 χειρουργικός
[хирургикос] επ. хирургический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειρουργικός
-
5 χειρουργικός
[хирургикос] επ хирургический. -
6 χειρουργικός
A of technical dexterity,ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.Pol. 1341b1
; τὰ μὴ χ. (sc. τῶν τεχνῶν) Phld.Po.5.2; χ. μέρος τῆς μουσικῆς the practical part of music, i.e. execution, Plu.2.1135d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργικός
-
7 χειρουργικός
χειρ-ουργικός, ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Teil der Musik. Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch; ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst -
8 χειρουργικός
chirurgical -
9 χειρουργικός
chirurgiczny przym. -
10 χειρουργικός
chirurgický -
11 χειρουργικός
surgicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειρουργικός
-
12 хирургический
χειρουργικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хирургический
-
13 chirurgical
χειρουργικός -
14 chirurgický
χειρουργικός -
15 surgical
χειρουργικός -
16 chirurgiczny
χειρουργικός -
17 χειρουργικόν
χειρουργικόςof technical dexterity: masc acc sgχειρουργικόςof technical dexterity: neut nom /voc /acc sg -
18 χειρουργικαί
χειρουργικόςof technical dexterity: fem nom /voc pl -
19 χειρουργικοί
χειρουργικόςof technical dexterity: masc nom /voc pl -
20 χειρουργική
χειρουργικόςof technical dexterity: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
χειρουργικός — of technical dexterity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… … Dictionary of Greek
χειρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειρούργο ή στη χειρούργηση: Έκαμε μια χειρουργική επέμβαση που πέτυχε απόλυτα. 2. το θηλ. ως ουσ., χειρουργική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρουργικῶν — χειρουργικός of technical dexterity fem gen pl χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικόν — χειρουργικός of technical dexterity masc acc sg χειρουργικός of technical dexterity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικαί — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικοί — χειρουργικός of technical dexterity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικοῦ — χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικῆς — χειρουργικός of technical dexterity fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικῇ — χειρουργικός of technical dexterity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργική — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)