-
1 χειρίζομαι
μετ.1) уметь обращаться (с чём-л.); уметь применять (что-л.); владеть (чём-л.);χειρίζομαι την σπάθη — владеть шпагой;
χειρίζομαι την γλώσσα — владеть языком;
2) манипулировать (чём-л.); управлять (машиной и т. п.);3) вести (что-л.), руководить (чём-л.);χειρίζομαι την υπόθεση — вести дело;
4) излагать, пересказывать -
2 χειρίζομαι
[хиризомэ] ρ применять, обращаться, обходиться. -
3 χειρίζομαι
handleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειρίζομαι
-
4 συμ-μετα-χειρίζομαι
συμ-μετα-χειρίζομαι, mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεϑ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
-
5 κατα-χειρίζομαι
κατα-χειρίζομαι, med., Hand anlegen, tödten, D. Cass. 77, 6.
-
6 ἐπι-χειρίζομαι
ἐπι-χειρίζομαι, = ἐπιχειρέω, Hippocr., zw.
-
7 ὰνα-χειρίζομαι
ὰνα-χειρίζομαι, hemmen, hindern, Dio C.
-
8 ακροχειριζομαι
бороться одними кистями рук, грифами, хватать друг друга за руки Arph., Luc.ἀ. τινι Plat. — бороться с кем-л. (одними) руками ( без συμπλοκή)
-
9 προχειριζομαι
(fut. προχειριοῦμαι)1) заранее приготовлять, готовить(τέν οὐσίαν Arph.; ἐσθῆτα Luc.; τὰς ῥήσεις Plut.)
π. δύναμιν Dem. — готовить вооруженные силы2) заранее избирать, назначать(οἱ προχειρισθέντες ὑπό τινος ἀντιστράτηγοι Polyb.; π. τινα ἐπί τι Dem., πρός τι Polyb.; π. ἐπί τινι Plut. и τινά τινα NT.)
τὰ προκεχειρισμένα τινὴ στρατόπεδα Polyb. — заранее предназначенные для кого-л. лагери3) предварительно рассматривать, заранее исследовать(τι и περί τινος Arst.)
4) лог. выставлять, приводитьἐπὴ παραδείγματος π. Arst. — выставлять в виде примера;
τὰ καθ΄ ἕκαστα προχειριζόμενα Arst. — отдельные положения -
10 προεγχειρίζομαι
A to be taken in hand already, Heph.Astr.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεγχειρίζομαι
-
11 συμμεταχειρίζομαι
συμμετα-χειρίζομαι, Med,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμεταχειρίζομαι
-
12 ὰναχειρίζομαι
ὰνα-χειρίζομαι, hemmen, hindern -
13 καταχειρίζομαι
κατα-χειρίζομαι, med., Hand anlegen, töten -
14 συμμεταχειρίζομαι
συμ-μετα-χειρίζομαι, mit, zugleich handhaben, behandeln
См. также в других словарях:
χειρίζομαι — χειρίζομαι, χειρίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… … Dictionary of Greek
χειρίζομαι — χειρίστηκα 1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως όργανο: Χειρίζεται καλά την αγγλική γλώσσα. 2. διαχειρίζομαι, κυβερνώ. 3. διεξάγω, διεξέρχομαι: Χειρίστηκε καλά το θέμα της ομιλίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοσέρνω — χειρίζομαι κακώς το άροτρο, σβαρνώ άσχημα … Dictionary of Greek
μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… … Dictionary of Greek
οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ … Dictionary of Greek
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
ανάσσω — (I) ἀνάσσω (Α) [άναξ] 1. βασιλεύω, κυριαρχώ, κυβερνώ, εξουσιάζω 2. πρωτεύω 3. διευθύνω, χειρίζομαι καλά. (II) ἀνᾴσσω και ἀνᾴττω (Α) [ᾴσσω, ττω] αναΐσσω* … Dictionary of Greek
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek
ευχείριστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί να χειριστεί ή να μεταχειριστεί κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + χειρίζομαι] … Dictionary of Greek