-
1 προχειριζομαι
(fut. προχειριοῦμαι)1) заранее приготовлять, готовить(τέν οὐσίαν Arph.; ἐσθῆτα Luc.; τὰς ῥήσεις Plut.)
π. δύναμιν Dem. — готовить вооруженные силы2) заранее избирать, назначать(οἱ προχειρισθέντες ὑπό τινος ἀντιστράτηγοι Polyb.; π. τινα ἐπί τι Dem., πρός τι Polyb.; π. ἐπί τινι Plut. и τινά τινα NT.)
τὰ προκεχειρισμένα τινὴ στρατόπεδα Polyb. — заранее предназначенные для кого-л. лагери3) предварительно рассматривать, заранее исследовать(τι и περί τινος Arst.)
4) лог. выставлять, приводитьἐπὴ παραδείγματος π. Arst. — выставлять в виде примера;
τὰ καθ΄ ἕκαστα προχειριζόμενα Arst. — отдельные положения -
2 προχειρίζομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προχειρίζομαι
-
3 προχειρίζομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προχειρίζομαι
-
4 προχειρίζομαι
предъизбирать, предназначать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προχειρίζομαι
-
5 προχειρίζομαι
προχειρίζωmake: pres ind mp 1st sgπροχειρίζωmake: pres ind mp 1st sg -
6 προ-χειρίζω
προ-χειρίζω, in die Hand geben, kommt wohl nur im med. vor, προχειρίζομαι, zur Hand nehmen, vornehmen, zurecht machen; προχειριοῠμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν, Ar. Eccl. 729; τὸν προκεχειρισμένον ἐν τῷ νῠν λόγον ὑφ' ἡμῶν, Plat. Legg. I, 643 a; δύναμιν προχειρίσασϑαι, dem vorangehenden παρεσκευάσϑαι entsprechend, Dem. 4, 19; προκεχειρισμένων καὶ ἑτοίμων ὄντων τῶν ἀγαϑῶν, 7, 33; σὺ δ' ἐσϑῆτα καϑαρὰν προχειρισάμενος καὶ σεαυτὸν κοσμιώτατα σχηματίσας ἥκεις, Luc. merc. cond. 14; auch προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίῤῥησιν, Philops. 31, u. öfter; – vorher behandeln, abhandeln, προχειρισάμενος δὴ περὶ τοῠ πρώτου τῶν σωμάτων οὕτω σκοπῶμεν, Arist. de coel. 1, 5; Meteor. 3, 6; – ernennen, wählen wozu, τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν, Dem. 25, 13; γραμματέα κοινὸν προχειρίζονται, Pol. 2, 43, 1, vgl. 1, 11, 3; oft auch pass., προχειρισϑέντες ὑπ' αὐτοῠ ἀντιστράτηγοι 3, 106, 2, τὰ προκεχειρισμένα τῷ Ποπλίῳ στρατόπεδα, ihm vorher bestimmt, 3, 40, 14; πρός τι u. ἐπί τι, 3, 44, 4. 100, 6 u. Sp., wie Alciphr. 3, 10; auch c. int., bestimmen, beschließen, Pol. 3, 40, öfter.
-
7 4400
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4400
-
8 προχειρίζω
A make πρόχειρος, deliver up, - κεχειρικέναι τινὰ ἐπὶ τὸ (fort. τῷ)τὴν τιμωρίαν δοῦναι Din.3.14
:—[voice] Pass., mostly in part., taken in hand, undertaken,τὸν προκεχειρις μένον λόγον Pl.Lg. 643a
; .II more freq. in [voice] Med. προχειρίζομαι, [tense] fut.- χειριοῦμαι Ar.Ec. 729
:—make ready for oneself, mobilize, προχειριοῦμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν Ar.l.c.; δύναμιν, στρατόπεδα, D.4.19, Plb.1.16.2, 3.107.10;ἐσθῆτα Luc.Merc.Cond.14
;τὴν μαλάχην Id.VH2.46
; τὰς ῥήσεις, τοὺς λογισμούς, Plu.2.396c,813d;βιβλίον Gal.6.555
.2 choose, select,δημαγωγούς Isoc.8.122
;τοὺς τὴν πίστιν.. τηρήσοντας OGI339.46
(Sestos, ii B.C.);γραμματέα κοινὸν ἐκ περιόδου Plb.2.43.1
, cf. LXXJo. 3.12, al.;τινὰ ἐπί τι D.25.13
;ἐπί τινι Plu.Caes.58
;πρός τι τοὺς ἐπιτηδείους Plb.3.44.4
; appoint,τινὰ δικτάτορα D.C.54.1
, cf. IG22.1110.14:—[voice] Pass.,-ισθεὶς.. ἀγωνοθέτης OGI268.4
(Nacrasa, iii B.C.), cf. LXXDa.3.22, Plb.3.106.2, D.H.4.27, D.C.58.20;ὑπὸ τοῦ βασιλέως Str.2.3.4
, cf. Wilcken Chr.12.13 (i B.C.);- ισθεὶς θεωρός PCair.Zen. 341
(a).25 (iii B.C.), cf. 42.3 (iii B.C.);ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐπὶ τὴν στρατηγίαν D.S.16.66
, cf. BMus.Inscr. 1044 ([place name] Attaleia), PTeb.27.22 (ii B.C.), etc.b allot, assign, in [voice] Pass.,διὰ τὸ -κεχειρίσθαι αὐτῷ τὴν γῆν PCair.Zen.132.3
(iii B.C.);τὰ Ποπλίῳ -κεχειρισμένα στρατόπεδα Plb. 3.40.14
;τὸν -κεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν Act.Ap.3.20
.4 c. inf., determine to do, Plb.3.40.2: c. acc. et inf., decide,τῆς πόλεως -κεχειρισμένης τὸν ἀγῶνα.. στεφανίτην εἶναι SIG457.14
(Thespiae, iii B.C.).5 discuss or examine,τὰς ἄλλας κατηγορίας Arist.Cat. 10b19
;τὰς πάντων δόξας Id.Top. 105a35
; alsoπ. περί τινος Id.Cael. 271b25
, cf. Ph. 200b23; περὶ ἕκαστον γένος (v.l. ἑκάστου γένους) Id.Mete. 378b6.6 ἐπὶ πραδείγματος π. propose by way of example, Id.Pr. 953a33:— [voice] Pass., Id.Cat. 2a36;ὁ περὶ τῶν -χειρισθέντων λόγος Phld.D.3.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχειρίζω
-
9 προχειρίζω
προ-χειρίζω, in die Hand geben; προχειρίζομαι, zur Hand nehmen, vornehmen, zurecht machen; vorher behandeln, abhandeln; ernennen, wählen wozu; τὰ προκεχειρισμένα τῷ Ποπλίῳ στρατόπεδα, ihm vorher bestimmt; c. inf., bestimmen, beschließen -
10 προχειρίζω
προχειρίζω in our lit., as mostly, only as mid. dep. προχειρίζομαι 1 aor. προεχειρισάμην. Pass.: aor. ptc. pl. masc. προχειρισθέντες Da 3:22; pf. ptc. προκεχειρισμένος to express preference of someone for a task, choose for oneself, select, appoint τινά someone (Isocr. et al.; Polyb. 2, 43, 1; 6, 58, 3; Dionys. Hal., De Orat. Ant. 4; Plut., Galba 1056 [8, 3], Caesar 735 [58, 8]; Lucian, Tox. 10; SIG 873, 14f; OGI 339, 46; 50; pap; 2 Macc 3:7; 8:9) foll. by an inf. of purpose Ac 22:14. W. two acc., of obj. and pred. (Polyb. 1, 11, 3; Diod S 12, 27, 1; PLond 2710 recto, 5; Ex 4:13) προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην 26:16. Pass. (προκεχειρισμένος as UPZ 117 II, 4 [II B.C.]; BGU 1198, 2 [I B.C.]; PFay 14, 1) τὸν προκεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν Christ Jesus, who was appointed for you or Jesus who was appointed (or destined) to be your Messiah 3:20 (the dat. like Josh 3:12; s. προκηρύσσω).—DELG s.v. χείρ III. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
προχειρίζομαι — προχειρίζω make pres ind mp 1st sg προχειρίζω make pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek