-
1 χείμ'
-
2 χεῖμ'
-
3 χειμάζω
A- άσω Thphr.Sign.38
):—trans., expose to the winter cold: found only in [voice] Pass., to be exposed thereto, Hp.Vict.3.68; pass the winter, S.Fr. 503;ὅπως χειμασθῇ καὶ ἡλιωθῇ ἡ γῆ Thphr.CP3.20.7
; of trees, live through the winter, χειμασθέντα [δένδρα] Id.HP4.14.1;χειμασθῆναι χειμῶσι ὡραίοις καὶ καλοῖς Id.CP2.1.2
.2 intr., pass the winter, Ar.Av. 1097 (lyr.), X.Oec.5.9, Isoc.7.54, etc.: of armies, go into winter quarters, Hdt.8.133, X.HG1.2.15, 3.2.1, Plb.27.18.1, etc.II raise a storm or tempest, ;ὅταν χειμάζῃ ὁ θεὸς ἐν τῇ θαλάττῃ X.Oec.8.16
, cf. IG7.4255.5 (Orop.);χειμάσει [ἡ νεφέλη] ἐφ' ἡμᾶς Plu.2.195d
: impers., the storm continued,Hdt.
7.191; there will be stormy weather,Thphr.
Sign.l.c.III c. acc., drive forth or away, of a storm, ἔξω χ. [τοὺς μύας] Id.Fr.174.7:—[voice] Pass., to be driven by a storm, overtaken by it, Th.2.25, 3.69, al.;χειμασθεὶς ἀνέμῳ Id.8.99
; , etc.2 metaph., toss like a storm, distress,τόδ' αἷμα χ. πόλιν S.OT 101
;τὴν σάρκα τὸ παρὸν μόνον χειμάζειν Epicur.Fr. 452
: also, annoy, vex, S.Ichn.331, Men.208, Phld.Lib.p.61 O., POsl.48.8 (i A. D.);σφὴξ τοῖς κέντροις πλήσσων ἐχείμαζε Aesop.393
:—[voice] Pass., to be tempest-tossed, distressed, esp. of the state considered as a ship, E.Supp. 269, Ar.Ra. 361; ; also of single persons, κατὰ θάλασσαν χειμασθεῖσαι (as example of a ψυχικὸν πάθος) Sor.3.84; suffer grievously, A.Pr. 563 (anap.), 838, S.Ph. 1460 (anap.), Gorg.Pal.11, Pl.Plt. 273d;ἰσχὺς ἐν νόσῳ χειμάζεται S.Ichn. 267
;ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς αἷς ἐχειμάσθην Id.Ant. 391
;ἄλλῃ δ' ἐν τύχῃ χ. E.Hipp. 315
;χειμαζόμεθα.. ὑπ' ἀπορίας ἐν τοῖς νῦν λόγοις Pl.Phlb. 29b
, cf. La. 194c; (iii B. C.);ἐν στρατείαις ἢ νόσοις ἢ ἐν θαλάττῃ χ. Pl.Tht. 170a
; of feverish patients,χειμάζονται μάλιστα πεμπταῖοι Hp.Prog.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμάζω
-
4 χειμαίνω
A drive by a storm:—[voice] Pass., to be driven by a storm, be tempest-tossed, Hdt.8.118: metaph.,φόβῳ κεχείμανται φρένες Pi.P.9.32
.2 metaph., disturb as by a storm, χειμαίνει ὁ χειμαζόμενος he who is himself in distress brings others into a like state, Arist.Po. 1455a31;χειμαίνει δ' ὁ βαρὺς πνεύσας Πόθος AP12.157
(Mel.).II intr., to be stormy, θάλασσα.. ἄγρια χειμήνασα ib.7.652 (Leon.)2 impers., when it is winter,Theoc.
9.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμαίνω
-
5 χειμάμυνα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμάμυνα
-
6 χειμασία
A passing the winter, wintering,φοιτῶσι ἐς χ. ἐς τοὺς τόπους τούτους Hdt.2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμασία
-
7 χείμασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χείμασις
-
8 χειμασκέω
A exercise oneself in winter, of soldiers, Plb.3.70.4, Arr.Epict.1.2.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμασκέω
-
9 χείμαστρον
χείμ-αστρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χείμαστρον
-
10 χειμάς
-
11 χειματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειματικός
-
12 χειμάω
-
13 χυμεία
χῠμ-εία, ἡ, theA art of alloying metals, alchemy, Zos.Alch. ap. Syncell.p.24 Dindorf (written χημεία, but khumia in the Syriac version, Diels Antike Technik p.109), Olymp.Alch.p.94 B. ([etym.] χυμεία), Joann.Antioch.Fr.15.3 ( FHGivp.548 ([etym.] χημ-), and so Suid. s.v. δέρας, but ([etym.] χειμ- ) in Anon.Incred.3 cod.), Fr. 165 ( FHGivp.601, χημία cod.P,χημεία Suid.
s.v. Διοκλητιανός (vv. ll. χειμεία, μοιχεία), Id. s.v. χημεία (v.l. χειμ-)). (Named from its supposed inventor χύμης (v.l. χημ- χειμ-) acc. to Zos.Alch. l.c., cf. eund.pp.169,172B. ([etym.] χυμ-), Olymp.Alch.p.84B. ([etym.] χημ-); more prob. from χύμα, cf. Diels l.c.) -
14 χειμάρροος
χειμάρροος, ον, [var] contr. [suff] χείμ-ρρους, ουν, and shortened [full] χείμαρρος, ον: ([etym.] χεῖμα, ῥέω):—A winter-flowing, swollen by rain and melted snow, of mountain-streams,I joined with ποταμός, ὅν τε [the stone]ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138
;ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493
: freq. in contracted forms, ; ;χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81
, cf. Thgn.348;παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant. 712
; (troch.);διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba. 1093
;χαράδρα χ. Plb.10.30.2
.2 πλεκτάνη χειμάρροος seems to be rushing, furious lightning A.Fr. 281.II Subst., torrent, Pl. Lg. 736b, X.HG4.4.7; .2 simply, river, LXX Nu.34.5.3 drain, gutter,οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμάρροος
-
15 χυμευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χυμευτικός
См. также в других словарях:
χεῖμ' — χεῖμα , χεῖμα winter weather neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχείμερος — εὐχείμερος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που έχει ήπιο χειμώνα, αυτός που παρέχει ευχάριστη και υγιεινή διαχείμαση 2. αυτός που υπομένει καλά, ευχάριστα το ψύχος, τον χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χείμ ερος «χειμωνιάτικος» (< χείμα «χειμώνας»),… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… … Dictionary of Greek