-
1 χειμερινος
31) зимний(μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.)
πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. — обращенный к зимнему солнцу, т.е. на юг;περὴ τροπὰς χειμερινάς Luc. — во время зимнего солнцестояния;χ. ὄνειρος Luc. — сон в зимнюю ночь2) холодный, суровый(χωρίον Thuc.). - см. тж. χειμερινά и χειμερινή
-
2 χειμερινός
-
3 χειμερινός
3 зимний -
4 χειμερινός
[химэринос] επ зимний.
См. также в других словарях:
χειμερινός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… … Dictionary of Greek
χειμερινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειμώνα, χειμωνιάτικος: Κάνει χειμερινό κρύο. 2. κατάλληλος για το χειμώνα: Έβαλε χειμερινά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμερινά — χειμερινός of neut nom/voc/acc pl χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc/acc dual χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινῶν — χειμερινός of fem gen pl χειμερινός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινόν — χειμερινός of masc acc sg χειμερινός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναῖς — χειμερινός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναί — χειμερινός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῖς — χειμερινός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοί — χειμερινός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῦ — χειμερινός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)