-
1 зимний
χειμερινός, χειμωνιάτικοςзи́мнее пальто́ — το χειμωνιάτικο φόρεμα
зи́мние ви́ды спо́рта — τα σπορ του χειμώνα
-
2 муссон
(ветер) о μουσώνας (ξεν.) (εποχιακός άνεμος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муссон
-
3 зимний
зи́мн||ийприл χειμερινός, χειμωνιάτικος, χειμωνικός:\зимнийяя спячка (животных) ἡ χειμερινή νάρκη. -
4 зимний
[ζίμνιϊ] εκ. χειμερινός -
5 зимний
[ζίμνιϊ] επ χειμερινός -
6 зимний
επ.χειμωνιάτικος, χειμερινός•зимний вечер χειμωνιάτικη βραδιά•
-ее время χειμωνιάτικος καιρός• εποχή του χειμώνα•
-ее помещение το χειμωνιάτικο (δωμάτιο)•
-яя од-жда χειμερινή ενδυμασία•
-яя груша χειμωνιάτικο αχλάδι•
-яя спячка χειμερινή νάρκη•
-ее солнцестояние χειμερινό ηλιοστάσιο.
-
7 мех
См. также в других словарях:
χειμερινός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… … Dictionary of Greek
χειμερινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειμώνα, χειμωνιάτικος: Κάνει χειμερινό κρύο. 2. κατάλληλος για το χειμώνα: Έβαλε χειμερινά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμερινά — χειμερινός of neut nom/voc/acc pl χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc/acc dual χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινῶν — χειμερινός of fem gen pl χειμερινός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινόν — χειμερινός of masc acc sg χειμερινός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναῖς — χειμερινός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναί — χειμερινός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῖς — χειμερινός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοί — χειμερινός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῦ — χειμερινός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)