-
1 χειά
χειά̱, χειάhole: fem nom /voc /acc dualχειά̱, χειάhole: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 χειά
1 hole ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (Tricl.: χόα vel χεία πω cod., at fort. magis corruptus locus) I. 8.70 -
3 χειά
-
4 χειᾷ
-
5 χειά
A hole, esp. of serpents, Il.22.93,95, Plu.2.169e, Orph.L. 473; ἥβαν οὐχ ὑπὸ χειᾷ δάμασεν he buried not his youth in a hole, Pi.I.8(7).77: pl., Schwyzer 194.5 ([place name] Crete). -
6 χειάν
χειά̱ν, χειάhole: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 χειάς
χειά̱ς, χειάhole: fem acc pl -
8 χειαί
χειάhole: fem nom /voc pl -
9 χειή
χειάhole: fem nom /voc sg (epic ionic) -
10 χειήν
χειάhole: fem acc sg (epic ionic) -
11 ταριχεία
ταρῑχείᾱ, ταριχείαfem nom /voc /acc dualταρῑχείᾱ, ταριχείαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ταρῑχείᾱͅ, ταριχείαfem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ταριχείας
ταρῑχείᾱς, ταριχείαfem acc plταρῑχείᾱς, ταριχείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
13 τραχεία
τρᾱχείᾱ, τραχύςjagged: fem nom /voc /acc dual——————τρᾱχείᾱͅ, τραχύςjagged: fem dat sg (doric aeolic) -
14 τραχείας
τρᾱχείᾱς, τραχύςjagged: fem acc plτρᾱχείᾱς, τραχύςjagged: fem gen sg (doric aeolic) -
15 δαμάζω
δᾰμάζω (act. ἐδάμᾰσας, δάμασσας, δάμᾰσε(ν), ἐδάμασσε; δαμάσσαις: med. aor. ἐδαμάσσατο: pass. δαμαζομέναν: aor. δαμασθέντες, δαμασθέν; (from δάμναμι) δμᾶθεν; δᾰμείς, -έντα, -έντες, δᾰμεῖσα)1 conquer, master, overcomeaφῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις διήρχετο κύκλον O. 9.92
δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα (sc. Κορωνίς) P. 3.9δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
Γίγαντας ὃς ἐδάμασας sc. Herakles N. 7.90 met.,Ἀγλαοτρίαιναν δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.20
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἷκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. overcome by the effects of wine fr. 124. 11. med.,δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
b in special usages.I master (horses)ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
II seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν (sc. Κλυταιμήστραν) ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24III establish one's mastery in c. acc.Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ P. 8.80
-
16 πω
πω c. neg.,1 not yetσύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν O. 12.7
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
[ ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω καλῶν δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ καλῶν Tricl., edd. plerique: fort. locus magis corruptus) I. 8.70] -
17 ταριχείαν
ταρῑχείᾱν, ταριχείαfem acc sg (attic doric aeolic) -
18 τραχεία
τρᾱχεῖα, τραχύςjagged: fem nom /voc sg——————τρᾱχεῖαι, τραχύςjagged: fem nom /voc pl -
19 χειάς
-
20 χειᾶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειά — χειά̱ , χειά hole fem nom/voc/acc dual χειά̱ , χειά hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειᾷ — χειά hole fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειά — και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α 1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού 2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ» μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. χειά, τόσο με τη λ.… … Dictionary of Greek
χειάν — χειά̱ν , χειά hole fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειάς — χειά̱ς , χειά hole fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειαῖς — χειά hole fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειαί — χειά hole fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειᾶς — χειά hole fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειῆς — χειά hole fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειῇ — χειά hole fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειή — χειά hole fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)