-
1 χεδροπά
χεδροπά, τά,A leguminous fruits, pulse, Hp.Nat.Puer.12, Arist. Mete. 389a15, GA 750a24, Thphr.HP8.2.2, CP4.7.2, al.; gen. χεδρόπων or χεδροπῶν, Arist.PA 653a24, GA 752a21.—Acc. sg. χέδροπα occurs in Python 1.12 (prob.), Porph.Abst.2.6, and nom. [full] χέδροψ Hsch., and τοὺς καρποὺς τοὺς χέδροπας (v.l. χεδροπούς ) is found in Arist.HA 594b7: but the accent seems to point to sg. χεδροπός. (Perh. a compd. of χείρ, δρέπω, as if χερ-δροπά, plucked by the hand, cf.χειροδρόποι δ' ἵνα φῶτες ἄτερ δρεπάνοιο λέγονται ὄσπρια, χέδροπά τ' ἄλλα Nic.Th. 752
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χεδροπά
-
2 χέδροπα
χεδροπάleguminous fruits: neut nom /voc /acc pl -
3 χεδρόπων
χεδροπάleguminous fruits: neut gen pl -
4 γένος
A race, stock, kin,ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354
;αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583
; ;γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
;γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62
; : freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544, 896, S.Ph. 239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art., ;Ar.
Pax 186, cf. Pl.Sph. 216a: so in dat.,γένει πολῖται D.23.24
; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT 1430;οἱ ἔξω γένους Id.Ant. 660
;οὐδὲν ἐν γένει Id.OT 1016
;γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1
;γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13
: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, , cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp. 388.2 direct descent, opp. collateral relationship,γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33
; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol. 1285a16, 1313a10.II offspring, even of a single descendant,σὸν γ. Il.19.124
, 21.186;ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180
;ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th. 654
; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant. 1117 (lyr.);Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj. 784
.2 collectively, offspring, posterity,ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126
;ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71
.III generally, race, of beings, ;ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23
; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant. 342;ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9
.b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497
, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat. gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.e of animals, breed, Id.4.29.2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op. 109: hence, age, time of life,γένει ὕστερος Il.3.215
, cf. Arist.Rh. 1408a27.V class, sort, kind,τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1
;τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R. 501e
; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti. 17c, cf. R. 434b, Arist.Pol. 1329a27;τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4
;τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.
Com.1.1, etc.2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm. 129c, al., Arist.Top. 102a31, 102b12, al.;τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph. 1059b36
.3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA 490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA 487b17, 488a4;τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3
;τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69
, al.c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43
, al. (ii B. C.);οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15
(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). -
5 κέδροπα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέδροπα
-
6 κέρδοπα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέρδοπα
-
7 πολύχοος
A pouring forth much, yielding much, of animals, prolific, Arist.HA 629a35, cf. Vett. Val.10.28; of fruit and grain, Thphr.HP8.4.3;πολυχούστερα τὰ χεδροπά Id.CP4.8.1
;τὸ καταβληθὲν πολύχουν ἀποδίδωσιν J.BJ4.8.3
: metaph. of a writer or orator, copious,τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος Phld.Acad.Ind.p.102
M., cf. Rh.1.157 S.2 capable of great diffusion, Hp.Vict.2.56.II manifold, various, Arist.Rh. 1418b9: [comp] Comp. ;πολύχουν τὸ φυτὸν καὶ ποικίλον Thphr.HP 1.1.10
; variety,Ptol.
Geog.1.15.1; τὸ π. τῆς φύσεως the prodigal variety of Nature, Plot.6.2.3;ποικίλον καὶ π. χρῆμα ἡ ψυχή Them.Or.2.35a
;π. καὶ πολύτροπος Iamb.Protr.21
.λή; π. ἐν πᾶσιν ἰητρός IG14.1813
.2 frequent,π. κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή Ph.2.4
, cf. Iamb. in Nic.p.33 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχοος
-
8 συμβάλλω
συμβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. - έβᾰλον, inf. - βᾰλεῖν: [tense] pf. - βέβληκα: [tense] aor. 1 [voice] Pass. - εβλήθην:—of these tenses Hom. uses only [tense] pres. [voice] Act., [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med., but most commonly [dialect] Ep. intr. [tense] aor. forms συμβλήτην, -βλήμεναι, [voice] Med. σύμβλητο, -βληντο, -βλήμενος, subj. [ per.] 2sg. - βλήεαι prob. cj. for - βλήσεαι in Il.20.335, [ per.] 3sg. [var] contr.A- βληται Od.7.204
:—throw together, dash together, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς, of men in close combat, Il.4.447, 8.61; , Ar. Pax 1274 (hex.), X.HG4.3.19, etc.; bring together, unite, e.g. of rivers that fall into one another, ; :— [voice] Med.,πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ Hdt.4.50
(cf. δάκρυα δάκρυσι ς. E.Or. 336 (lyr., [voice] Act.)); ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ ς. Arr.An.6.1.5; σ. τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν have their ears reaching to.., Arist.HA 606a15:—[voice] Pass., κατὰ τὰς ῥᾶγας συμβεβλημένων [τῶν δακτύλων] Sor. 2.60.4 intr. in [voice] Act., fit (cf.σύμβολον 1.1
), Arist.EE 1239b14; to be suitable,τὰ χεδροπὰ σ. εἰς τὰς νέας Thphr.CP3.20.7
(unless = sow, set).b to be profitable,σ. τῷ πολιτικῷ.. δικαίῳ εἶναι Phld.Rh.2.285
S.;σ. ἀναμένειν ἡμέραν μίαν Gal.16.496
.5 intr., come together, ἔνθα δίστομοι.. σ. ὁδοί where two roads join, S.OC 901, cf. Str.6.3.7; τὰ συμβάλλοντα the watersmeet, IG9(2) p.xi (Delph., iii/ii B.C.); [φλὲψ] σ. τῇ ἀποσχίσει Arist.HA 514a12
; collide,τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς Thphr.Sens.52
: Geom., meet, τὸ σημεῖον, καθ' ὃ συμβάλλουσιν the point in which (the straight lines) meet, Archim.Sph.Cyl.1.23, etc.6 βλέφαρα σ. ὕπνῳ close the eyes in sleep, A.Ag.15; σ. ὄμμα, in death, ib. 1294 (but ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? E.IA 455).7 generally, join, unite, σ. σχοινία twist ropes (cf. συμβολεύς), Ar. Pax 37; soτοπεῖα IG22.1672.311
(iv B.C.);ὠμόλινον σ. πεντάπλουν Hp.Fist.4
;στέφανον Philostr.Her.Prooem.
; [αἱ φλέβες] σ. [τὸ σῶμα] εἰς ἕν Arist.PA 668b24
; fit together,ἁρμούς IG7.4255.23
(Oropus, iv B.C.); σ. καὶ κολλῆσαι ib. 22.1668.73 (iv B.C.);κεραῖαι συμβεβλημέναι PCair.Zen.566.10
(iii B.C.); δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι join hands, E.IA58.8 σ. συμβόλαιά τινι or πρός τινα make a contract with a person, esp. lend him money on bond, D. 34.1, Pl.R. 425c, cf. Th.5.77 ([voice] Med.); συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, D.27.27: abs., in same sense, Isoc.21.13; make a contract, Pl.Alc.1.125d, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.3.55.4; of a marriage contract, Mitteis Chr.372 vi 22, cf. 8 (ii A.D.); advance, lend,πέρα μεδίμνου κριθῶν Is.10.10
; ἱμάτια, χρυσία, etc., Ar.Ec. 446; ἐπί τισι on certain terms, D.H.6.29;σ. δανεισμῷ Pl.Lg. 921d
; ὁ συμβαλών the lender, creditor, D.56.2, cf. D.H.5.63 (but οἱ συμβ. the borrowers, debtors, Id.4.9):— [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., pay a share, contribute, ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι give him a merchant-vessel, Hdt.3.135, cf. Lys.32.24, X.Ages. 2.27; σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν advance it, Id.An. 1.1.9, cf. IG7.2418 (Thebes, iv B.C.);τριήρεις εἰς κίνδυνον Isoc.4.98
; (iii B.C.).9 generally, contribute:— [voice] Pass.,συμβάλλεταί τις.. μερίς Alex.149.4
:—in this sense mostly in [voice] Med., τέμενος συμβάλλεσθαι add thereto, Pi.I.1.59; , cf. Hp.Aër.2, Sosip.1.37, Damox.2.11; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν.. ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καὶ.. many circumstances contribute to my feeling no vexation, and especially.., Pl.Ap. 36a;σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι Id.Lg. 836b
; τιμὴν καὶ δόξαν τῇ πόλει ς. Isoc.Ep.8.6;οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται X.Oec.7.13
; freq. with μέρος as obj., ἔργων οὐκ ἐλάχιστον μέρος ς. And.1.143;μέρος σ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg. 836d
, cf. R. 331b, D.41.11;οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.7.79
;συμβαλλέσθω τὸ μέρος ἕκαστος εἰς τὸ ἀνάλωμα PHal.1.108
, cf. 113 (iii B.C.);τὴν μεγίστην εἰς αὐτὰ μοῖραν Pl.Ti. 47c
, cf. X.Cyr.6.1.28: also abs., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται contributes to its volume, Hdt.4.50;σ. πρὸς τὸ λανθάνειν X.Cyr.2.4.21
, cf. Isoc.7.21; συμβαλλόμενα contributory causes, Thphr.Sud.6: abs., to be helpful, , cf. Pl.Lg. 905b, D.21.133; φόνου κηκὶς ξ. contributes to the proof, A.Ch. 1012: rarely c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute [ their share] of this fear, i.e. join in causing it, E.Med. 284.10 συμβάλλεσθαι γνώμας contribute one's opinion to a discussion, Hdt.8.61;περί τινος Pl.Plt. 298c
;συμβαλέσθαι περί τινος λόγους X.Cyr.2.2.21
; λόγον σ. περὶ βίου contribute an opinion about life, Pl.Lg. 905c; also συμβαλέσθαι τι to have something to say, Id. Ion 532c, cf. 533a; ταῦτά σοι περὶ Ἔρωτος ς. Id.Smp. 185c; συμβαλοῦ γνώμην contribute your opinion, help in judging, S.OC 1151; σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς, with or without εἰς τὸν δῆμον, communicate it, IG22.79.6, 103.17, al.; cast votes, Schwyzer 84.15 (Tylisus, v B.C.).II συμβάλλειν (sc. λόγους) converse, σ. τινί or πρός τινα, Plu.2.222c, Act.Ap.4.15:—[voice] Med., ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς ς.; X.An.4.6.14.II bring men together in hostile sense, pit them against each other, match them,ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον Il.20.55
;ἐμὲ.. καὶ Μενέλαον συμβάλετε.. μάχεσθαι 3.70
; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός set one to fight with the other, Hdt.3.32; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ ς. Id.5.1;τοὺς ἡβῶντας σ. εἰς ἔριν περὶ ἀρχῆς X.Lac.4.2
; ἀλεκτρυόνας ς. Id.Smp.4.9;ἄνδρας φίλους Id.Cyr.6.1.32
;εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Philem. 206
: metaph., ἀναισχυντίᾳ σ. τινὰ καὶ προσγυμνάζειν make him contend with.., Pl.Lg. 647c.b [voice] Med., join in fight,σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Il.12.377
.c intr., come together,σύμβαλον μάχεσθαι 16.565
; also ς. alone, come to blows, engage, ; freq. in Hdt., either abs., as 1.77,82, or c. dat. pers., ib.80, 104;Ἄρης Ἄρει δυμβαλεῖ, Δίκα Δίκᾳ A.Ch. 461
(lyr.); Ἕλληνες Μήδοις ς. Simon.136; alsoσ. πρός τινα X.Cyr.7.1.20
, Isoc.4.69;εἰς μονομαχίαν πρός τινα Str.14.5.16
; συμβάλλων coming into collision, Pl.Plt. 273a, cf. Wilcken Chr.16.6 (ii A.D.).2 σ. πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα engage in war, Il.12.181 (prob. interpol.); so in Trag.,σ. βάκχαις μάχην E.Ba. 837
;ἔχθραν τινί Id.Med.44
; ἔριν φίλοις ib. 521: metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά bandy reproaches, S. Aj. 1323; .3 [voice] Med., fall in with one, meet him, c. dat., freq. in Hom., who uses [dialect] Ep. [tense] aor. forms beginning ξυμβλη- or συμβλη- solely in this sense,Νέστορι δὲ ξύμβληντο Il.14.27
, cf. 39;εἰ δ' ἄρα τις.. ξύμβληται ὁδίτης Od.7.204
;ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης 11.127
; ὅτε κεν συμβλήσεαι (leg. - βλήεαι)αὐτῷ Il.20.335
;ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Od.21.15
.4 so in [voice] Act., συμβαλών having met, A.Ch. 677; οἱ συμβάλλοντες those who come in contact with one, Plu.Marc.20; φιλοσόφῳ ς. Arr.Epict.3.9.13, cf. 12, POxy. 1063 (ii/iii A.D.), PFay.129.2 (iii A.D.).III compare,σμικρὰ μεγάλοισι Hdt.2.10
;ἑωυτόν τινι Id.3.160
;ἓν πρὸς ἕν Id.4.50
;τι πρός τι Lycurg.68
;πρὸς ἄλληλα Pl.Tht. 186b
;οὐδὲν ἦν τούτων.. πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν Phoenicid.2.5
:—[voice] Pass., Hdt.2.10, 3.125; τὸ ἀργύριον τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοικὸν συμβαλλόμενον τάλαντον the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, ib.95.b compare for the purpose of checking, μέτρῳ συμβεβλημένῳ πρὸς τὸ χαλκοῦν Wilcken Chr.410.11 (iii B.C.), etc.2 [voice] Med., reckon, compute, Hdt.2.31, 4.15, 6.63,65:—[voice] Pass.,ἡ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Id.4.101
.3 conclude, infer, conjecture, interpret,συμβαλεῖν τι Pi.N.11.33
; σ. ὅτι .. Pl.Cra. 412c; τοῦτο ς. S.OC 1474; τοῦτο σ., ὅτι.. Ar.V.50; τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα ς. E.Or.[1394];εὖ ξυνέβαλεν αὐτά Ar.Eq. 427
;ἣν [νόσον] οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι Id.V.72
;σ. ἔπη E.Med. 675
;τοὖναρ Id.IT55
;τὴν μαντείαν Pl.Cra. 384a
;τὸν χρησμόν Arist.Fr. 532
, cf. 76;σήματα σ., εἰ.. ἤ.. Arat.1146
: abs., καθὼς συμβάλλομεν ἐκ τοὖ .. Sor.2.63:—[voice] Med., abs., Heraclit.47, freq. in Hdt., as 2.33, 4.87: c. acc., make out, understand, τὸ πρῆγμα ib. 111;σ. τι ἔκ τινος 6.107
; τῇδε, ὅτι .. from the fact that.., 3.68: c. acc. et inf., 1.68, 2.33, 112, al.; folld. by indirect question, 4.45.IV agree, arrange,καθάπερ ξυνέβαλον ἢ διέθεντο IG12.46.14
;πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε X.Cyr. 6.2.41
:—[voice] Med., make a treaty, Foed. ap. Th.5.77; agree upon, fix, settle,λόφον εἰς ὃν δέοι ἁλίζεσθαι X.An.6.3.3
;ἔδει σε, καθότι συνεβάλου ἡμῖν, Ἡρακλείδην.. ἀπεσταλκέναι PCair.Zen.314.1
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβάλλω
-
9 χεδροπώδης
χεδροπώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χεδροπώδης
См. также в других словарях:
χέδροπα — χεδροπά leguminous fruits neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεδροπά — τα, ΝΑ νεοελλ. βοτ. τα χεδρωπά αρχ. 1. τα ελλοβόκαρπα φυτά και, ειδικότερα, ο καρπός τους, τα όσπρια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄσπριον τι oἱ δὲ πανσπερμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρωσ. goroch «μπιζέλι» δεν θεωρείται πιθανή,… … Dictionary of Greek
χεδρόπων — χεδροπά leguminous fruits neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεδρία — ἡ, ΜΑ (περιλπτ. τ.) τα χεδροπά, τα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. συντμ. τ. < χεδροπά*] … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
χέδρωπας — και χέδροπας, ο / χέδρωψ και χέδροψ, οπος, ΝΜΑ [χεδροπά] τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. λοβός, κν. λουβί μσν. αρχ. αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «χέδρωψ τὸ ὄσπριον» (κατά τον Ησύχ.) «χέδροψ πᾱν ὄσπριον, σπέρμα» … Dictionary of Greek
χεδροπός — όν, Α [χεδροπά] πιθ. ελλοβόκαρπος … Dictionary of Greek
χεδροπώδης — ῶδες, Α [χεδροπά] όμοιος με όσπριο … Dictionary of Greek
ανθυλλίς — Ψυχανθές φυτό που φυτρώνει σε λιβάδια από τη θάλασσα έως την ορεινή ζώνη, κατά προτίμηση σε εδάφη ασβεστούχα. Έχει βλαστό ποώδη, απλό ή πολύκλαδο, χνουδάτο, με λίγα φύλλα, από τα οποία τα κατώτερα απλά με μακρύ μίσχο και τα ανώτερα περιττόληκτα,… … Dictionary of Greek