Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χείμαρρε

См. также в других словарях:

  • Χείμαρρε — Χείμαρρος winter flowing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείμαρρε — χείμαρρος winter flowing masc/fem voc sg χειμάρρους masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»