-
1 χαυνότης
χαυνότης, ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde Xen. oec. 19, 11; – übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Thorheit, Stolz, Aufgeblasenheit; οὐ δυνάμενον χαυνότητα ἀνοήτου ψυχῆς ἀπαλλάττειν Plat. Theaet. 175 b; Arist. eth. 2, 7.
-
2 χαυνοτης
- ητος ἥ1) рыхлость(τῆς γῆς Xen.; τῆς χιόνος, τοῦ τάφρου Plut.)
2) надменность, кичливость, тщеславие(ἀνοήτου ψυχῆς Plat.; τοῦ Ἀλκιβιάδου Plut.)
-
3 χαυνότης
χαυνότηςporousness: fem nom sg -
4 χαυνότης
A porousness, sponginess, τῆς γῆς interpol. in X.Oec.19.11;τάφρου Plu.Pyrrh.28
; of snow, Id.2.649c; of foam, ib.99b.II metaph., empty conceit, vanity,ἀνοήτου ψυχῆς Pl.Tht. 175b
; opp. μεγαλοψυχία, Arist.EN 1107b23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαυνότης
-
5 χαυνότης
χαυνότης, ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde; übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Torheit, Stolz, Aufgeblasenheit -
6 χαυνότητα
χαυνότηςporousness: fem acc sg -
7 χαυνότητας
χαυνότηςporousness: fem acc pl -
8 χαυνότητι
χαυνότηςporousness: fem dat sg -
9 χαυνότητος
χαυνότηςporousness: fem gen sg -
10 μεγαλο-ψῡχία
μεγαλο-ψῡχία, ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.
-
11 ηγουν
[ἤ + γε + οὖν] или же, или пожалуй, собственно говоря, вернееξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. — сухость, вернее, рыхлость почвы
См. также в других словарях:
χαυνότης — porousness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνότητα — χαυνότης porousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνότητας — χαυνότης porousness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνότητι — χαυνότης porousness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνότητος — χαυνότης porousness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… … Dictionary of Greek
ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… … Dictionary of Greek
ՅՈՒԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0374 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c գ. ՅՈՒԼՈՒԹԻՒՆ կամ ՅՈՒՂՈՒԹԻՒՆ. ῤᾳθυμία, ἁμελεία desidia, segnities, ignavia, vecordia, negligentia χαυνότης mollities եւն. Յոյլ գոլն, եւ յուլանալն. դանդաղութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)