Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χατίζων

См. также в других словарях:

  • χατίζων — χατίζω have need of pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χατίζω — Α (σε χρήση μόνον ο ενεστ.) 1. (με γεν.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι ή επιζητώ κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) χατίζων αυτός που βρίσκεται σε ανάγκη, που στερείται από κάτι 3. φρ. «ἔργοιο χατίζων» άνεργος (Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»