Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαριστικός

См. также в других словарях:

  • χαριστικός — giving freely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… …   Dictionary of Greek

  • χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαριστικόν — χαριστικός giving freely masc acc sg χαριστικός giving freely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικαί — χαριστικός giving freely fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικοῖς — χαριστικός giving freely masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικοί — χαριστικός giving freely masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικούς — χαριστικός giving freely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικωτάτου — χαριστικός giving freely masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικῆς — χαριστικός giving freely fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστική — χαριστικός giving freely fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»