-
1 χαριστικος
-
2 χαριστικός
χαριστικός, = χαριστήριος, bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12.
-
3 χαριστικός
χαριστικόςgiving freely: masc nom sg -
4 χαριστικός
χαριστικός, gern schenkend, freigebig -
5 χαριστικός
η, ό[ν]1) благосклонный, доброжелательный; великодушный, щедрый (душой); 2) пристрастный; 3) любезный;§ χαριστική βολή — смертельный удар
-
6 χαριστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριστικός
-
7 χαριστικός
karışlıksız, ayrıcalıklı -
8 κατα-χαριστικός
κατα-χαριστικός, ή, όν, freigebig, gefällig.
-
9 χαριστικόν
χαριστικόςgiving freely: masc acc sgχαριστικόςgiving freely: neut nom /voc /acc sg -
10 χαριστικαί
χαριστικόςgiving freely: fem nom /voc pl -
11 χαριστικοί
χαριστικόςgiving freely: masc nom /voc pl -
12 χαριστικούς
χαριστικόςgiving freely: masc acc pl -
13 χαριστικωτάτου
χαριστικόςgiving freely: masc /neut gen superl sg -
14 χαριστική
χαριστικόςgiving freely: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
15 χαριστικήν
χαριστικόςgiving freely: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 χαριστικώτεροι
χαριστικόςgiving freely: masc nom /voc comp pl -
17 χαριστικής
-
18 χαριστικῆς
-
19 χαριστικοίς
-
20 χαριστικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαριστικός — giving freely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… … Dictionary of Greek
χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαριστικόν — χαριστικός giving freely masc acc sg χαριστικός giving freely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικαί — χαριστικός giving freely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικοῖς — χαριστικός giving freely masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικοί — χαριστικός giving freely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικούς — χαριστικός giving freely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικωτάτου — χαριστικός giving freely masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικῆς — χαριστικός giving freely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστική — χαριστικός giving freely fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)