-
1 χαμός
-
2 χαμός
χαμός, ὁ, der gekrümmte Angelhaken, hamus -
3 χαμός
ο1) потеря, утрата; урон; 2) разорение; 3) гибель -
4 χαμός
[хамос]ουσ α потеря, утрата, разорение, гибель. -
5 χαμός
1) disappearance2) lossΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χαμός
-
6 χαβός
-
7 χαῖος
-
8 κημός
Grammatical information: m.Meaning: `muzzle, wicker top of the voting urn, vessel for fishing, cover for nose and mouth etc.' (A., S., Ar., X.; on the meaning Schenkl WuS 5, 172ff.).Dialectal forms: Dor. κᾱμόςDerivatives: κημόω `put on a muzzle, tie up a mouth' (X., 1 Ep. Kor. 9, 9, sch.) with κήμωσις φίμωσις H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. The formally possible connection with Arm. k` amem `press (out)' (Petersson KZ 47, 284) is hard to combine with the further prob. basic meaning `wicker'. The same holds for wods from a Balto-Slavic and Germanic group with the meaning `press (together) etc.', which also differs in the vowel, e. g. Lith. kãmanos pl. `harness with bit', Russ. kom `clump', MHG hemmen, hamen `hold up, bind, hemmen' etc. etc. (Pok. 555, Fraenkel s. kãmanos, Vasmer s. kom). Lat. quālum `wicker basket' (Prellwitz1) has a diff. initial, s. W.-Hofmann s. v. Specht Ursprung 263 n. 4 to χάβος `muzzle' (sch.Ar.Eq. 1147). Diff. Wood ClassPhil. 21, 341 (to OHG hamo `cover' etc.). - From Dor. καμός came Lat. cāmus `muzzle', from κημός Osman. Arab. ǵem `bit, mouth-piece of the harness, bridle', from where NGr. τὸ γέμι `bridle' (Maidhof Glotta 10, 9). - The connection with χάβος is of course blameless; it points to μ \/ β in Pre-Greek (Fur. 203-227); Fur. 220 who cites χαβός - χαμός (s.v.) both adjectives; Furnée seems to suggest that these words are the same as our word (where he is clearly following Frisk's presentation), which is clearly wrong; also he is incomplete as he does not cite κημός.Page in Frisk: 1,841Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κημός
См. также в других словарях:
χαμός — ο, Ν [χάνω] 1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός τής μητέρας της τήν συνέτριψε») 2. εξαφάνιση («πέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει») 3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο τών … Dictionary of Greek
χαμός — ο απώλεια, θάνατος, χάσιμο, εξαφανισμός: Τη μάρανε ο χαμός του άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάμος — ὁ, Α φίμωτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. hāmus «φίμωτρο»] … Dictionary of Greek
αλαμπάδιαστος — η, ο 1. αυτός που δε βγάζει φλόγα: Η φωτιά έκαιγε αλαμπάδιαστη. 2. αυτός που γίνεται χωρίς λαμπάδες: Έγινε χαμός, αλλά χαμός αλαμπάδιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοχαμός — ο άδικη απώλεια, άδικος θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + χαμός] … Dictionary of Greek
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τρελαίνω — και παλ. τ. τρελλαίνω Ν [τρελ (λ)ός] 1. κάνω κάποιον τρελό, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του («ο χαμός τού παιδιού της τήν τρέλανε») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ («τήν τρέλανε στο ξύλο») 3. κάνω… … Dictionary of Greek
φθόη — ἡ, ΜΑ ιατρ. φυματίωση, φθίση μσν. μίασμα, μόλυσμα αρχ. ιατρ. εμπύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φθόη (< *φθοy ᾱ) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα *gzwhoy τής ρίζας *gzwhei τού ρ. φθίνω (πρβλ. αρχ. ινδ. ksaya «εξαφάνιση, χαμός»), βλ. και λ.… … Dictionary of Greek