-
1 χαμογελώ
χαμογελάω (αόρ. χαμογέλασα) αμετ. улыбаться; усмехаться -
2 χαμογελώ
[хамосло]р. улыбатьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαμογελώ
-
3 χαμογελώ
[хамосло] ρ улыбаться. -
4 χαμογελώ
sourire -
5 χαμογελώ
1) uśmiech (m) rzecz.2) uśmiechać czas. -
6 χαμογελώ
úsměv -
7 χαμογελώ
smileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χαμογελώ
-
8 sourire
χαμογελώ -
9 úsměv
χαμογελώ -
10 uśmiech
χαμογελώ -
11 uśmiechać
χαμογελώ -
12 улыбаться
-аюсь, -аешьсяρ.δ.1. χαμογελώ, μειδιώ•приветливо улыбаться φιλόφρονα χαμογελώ•
лукаво улыбаться χαμογελώ πονηρά•
весело улыбаться χαρούμενα χαμογελώ•
злобно улыбаться χαιρέκακα χαμογελώ•
иронически улыбаться ειρωνικά χαμογελώ•
губы его -лись τα χείλη του χαμογελούσαν.
2. ευνοώ•судьба ему -лась η τύχη τού χαμογελούσε•
жизнь ей -лась η ζωή της χαμογελούσε.
3. μτφ. αρέσω, γουστάρω, με κολακεύει•эта работа мне не -ется αυτή η δουλειά δε μου αρέσει (δε με κολακεύει).
-
13 улыбаться
улыб||атьсянесов1. χαμογελώ, μειδιώ:\улыбаться кому́-л. χαμογελώ σέ κάποιον \улыбаться своим мыслям χαμογελώ σκεφτόμενος κάτι· \улыбаться солнцу χαμογελώ κυττάζοντας τόν ήλιο· при воспоминании об этом он всякий раз \улыбатьсяался κάθε φορά πού τό θυμόνταν χαμογελούσε· \улыбаться иронически (презрительно) χαμογελώ είρωνικά (πε-ριφρονητικά)·2. перен (быть желательным) разг:ему́ это не \улыбатьсяается αὐτό δέν τοῦ εἶναι καθόλου εὐχάριστο· ◊ жизнь ему́ \улыбатьсяается ἡ τύχη τόν εὐνοεΐ, ἡ τύχη τοῦ μειδιἄ. -
14 засмеяться
-
15 смеяться
-
16 улыбнуться
-
17 выдавить
выдавитьсов, выдавливать несов1. (выжимать) στίβω, ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, συνθλίβω, ζουλώ·2. перен κάνω, βγάζω κάτι μέ τό ζόρι:выдавить улыбку χαμογελώ μέ τό ζόρι· выдавить слезу́ βγάζω μέ τό ζόρι Ενα δάκρυ·3. (выломать) ρίχνω, γκρεμίζω:\выдавить стекло́ а) σπάζω τό τζάμι (оконное), б) σπάζω τά γυαλιά (очков). -
18 дарить
даритьнесов1. δωρίζω, χαρίζω:\дарить кому́-л. что-л. δωρίζω (или χαρίζω) σέ κάποιον2. чем-л.:\дарить улыбкой χαμογελώ σέ κάποιον, χαρίζω ἕνα χαμόγελο. -
19 широко
широконареч πλατειά, φαρδειά, εὐρέως, σαφώς, διαρρήδην:смотреть \широко раскрытыми глазами κοιτάζω μέ ὁρθάνοιχτα μάτια· \широко улыбаться χαμογελώ πλατειά· ◊ \широко смотреть на вещи ἐξετάζω τά πράγματα πλατειά· \широко жить κάνω πολυέξοδη ζωή. -
20 grin
[ɡrin] 1. past tense, past participle - grinned; verb(to smile broadly: The children grinned happily for the photographer.) χαμογελώ πλατιά2. noun(a broad smile.) πλατύ χαμόγελο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαμογελώ — και χαμογελάω χαμογέλασα, μειδιώ: Χαμογέλασε όταν άκουσε το ανέκδοτο αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμογελώ — χαμογελάω / χαμογελώ, χαμογέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαμογελώ — άω, Ν συσπώ ελαφρώς τα χείλια μου προσδίδοντας ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπό μου, μειδιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + γελώ] … Dictionary of Greek
αχνογελώ — χαμογελώ … Dictionary of Greek
ακνογελώ — χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός σχηματισμός < ακνό (< οκνά) + γελώ πρβλ. χαμο γελώ, ακρο γελώ, αχνο γελώ, ψευτο γελώ, ψιλο γελώ, ψιμο γελώ κ.ά.] … Dictionary of Greek
ακρογελώ — χαμογελώ, γελώ κάπως, λίγο, αχνογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + γελώ] … Dictionary of Greek
αλαφρογελώ — χαμογελώ, γελώ αμυδρά, μισογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γελώ] … Dictionary of Greek
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
περισαίρω — Α χαμογελώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαίρω «τραβώ τα χείλη προς τα πίσω, χαμογελώ»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia